15/9/08

Παράγραφος 6: Ο ψίθυρος τους κτήνους

Ο ήλιος δεν είχε κάνει ακόμη τη μεγαλοπρεπή του εμφάνιση και οι τρεις σύντροφοι ήδη περπατούσαν στον αρχαίο πέτρινο δρόμο που βρισκόταν παράλληλα του Νορίβιελ. Η διάθεση τους ήταν καλύτερη παρά τη πολύ σύντομη ξεκούραση τους. Μια καινούργια μέρα άρχιζε, ένα δρόμος ανοιγόταν μπροστά τους, η ελπίδα γεννιόνταν στις καρδιές τους. Ιδιαίτερα ο μάγος ήταν παράξενα ευδιάθετος... Όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιό του.

Πριν φτάσει το απόγευμα, είχαν βρεθεί στα σύνορα του βασιλείου της Ρίγκεν. Για καλή τους τύχη καμιά απρόβλεπτη περιπέτεια δεν τους συνάντησε σε όλη τη διαδρομή. Τα ερειπωμένα τείχη θύμιζαν το μακρύ πολεμικό παρελθόν των δύο βασιλείων. Όχι βέβαια πως τώρα ήταν απόλυτα αρμονικές οι σχέσεις τους. Φαίνεται όμως πως το πολεμικό συμβούλιο της Ρίγκεν αποφάσισε ότι ήταν προτιμότερο να είναι συγκεντρωμένες οι δυνάμεις στη μεγάλη πόλη και πρωτεύουσα του βασιλείου τη Ριέναντον, από το να είναι διασκορπισμένες σε όλη τη χώρα. Άλλωστε τα χωριά των συνόρων είναι... αναλώσιμα. Σημασία έχει να είναι και να νιώθει προστατευμένη η αριστοκρατία της πόλης.

Η υψηλή κοινωνική τάξη, κατά τη διάρκεια των μεγάλων πολέμων, κατάφερε να εκμεταλλευτεί τις ευμετάβλητες καταστάσεις και να αποκτήσει τεράστια περιουσία και πολιτική δύναμη. Οι νέες περιοχές -που κατάφερε ο στρατός να προσαρτήσει στο μικρό βασίλειο- με τα μεταλλεία και τους εκατοντάδες δούλους, πέρασε, μέσα από μηχανορραφίες και υπόγεια παιχνίδια στα χέρια των αριστοκρατών. Επίσης ήταν πια κοινό μυστικό ότι διαχειρίζονταν και το κρατικό θησαυροφυλάκιο, προς όφελος τους φυσικά.

Ο γέρος βασιλιάς ήταν ανίσχυρος μπροστά τους. Άλλωστε μετά τον θάνατο των δύο γιων του είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη περιουσία του κράτους, για το βασίλειο, για τη ζωή... Μάταια η αξιοσέβαστη γυναίκα του προσπαθούσε να τον συνεφέρει αλλά και να κρατήσει κάποιες ισορροπίες στη διοίκηση.

-Να σταματήσουμε εδώ, είναι ιδανικό το μέρος, είπε ο Ντίνανεκ ασθμαίνοντας. Αν και είχε τη φημισμένη αντοχή των νάνων, τού ήταν δύσκολο να ακολουθήσει τα μεγάλα βήματα των συνταξιδιωτών του.
-Βρίσκω σοφότερο να πάμε στο χωριό που διακρίνεται στον ορίζοντα. Δεν είναι μακριά και θα μπορέσουμε εκεί να ξεκουραστούμε σε κάποιο πανδοχείο, απάντησε ο Άλισταιρ.
-Τι έγινε μάγε, άρχισες να φοβάσαι την εξοχή; ειρωνεύτηκε ο νεαρός νάνος.
-Όχι ατρόμητε φίλε μου, δεν φοβάμαι την εξοχή και αν εννοείς τα ορκ, δεν νομίζω να ξαναδούμε σύντομα. Το σκοπό τους τον πέτυχαν. Ήθελαν τη μαγική πέτρα και την πήραν. Τον ενδιαφέρον τους για το ταξίδι μας σταμάτησε στο δάσος...
-Προαισθάνεσαι κάτι κακό Άλισταιρ και θέλεις να πάμε στο χωριό; ρώτησε ο Μάρτιν.
-Όχι Μάρτιν, δεν χρειάζεται ν' ανησυχείς. Απλώς τα γέρικα μου κόκαλα διαμαρτύρονται για τη πολύ υγρασία και το σώμα μου προτιμάει ένα μαλακό στρώμα από το κρύο χώμα της Ρίγκεν.
-Δεν είναι κακή ιδέα τελικά, είπε τότε ο Ντίνανεκ.
-Ας πάμε λοιπόν να βρούμε κανένα πανδοχείο για απόψε, απάντησε αδιάφορα ο Μάρτιν και συνέχισαν με ταχύ βήμα για το επόμενο χωριό.

Δεν πέρασε πολύ ώρα και τα πρώτα φτωχικά αγροτόσπιτα πήραν τη θέση τους στο τοπίο της διαδρομής των τριών επισκεπτών. Οι τελευταίες ακτίνες τους απογευματινού ήλιου ξεψυχούσαν στον σκοτεινό πια ουρανό όταν έφτασαν στο κέντρο του χωριού, όπου υπήρχε μια μεγάλη πλατεία και περιμετρικά αυτής διάφορα μαγαζιά. Προφανώς το μέρος αποτελούσε την αγορά της περιοχής.

-Χμ, περίεργο... ξεφύσησε ο Μάγος.
-Τι είναι περίεργο; Ένα συνηθισμένο χωριό φαίνεται να είναι Άλισταιρ, είπε ο Μάρτιν.
-Άλλο όμως τι φαίνεται κι άλλο τι είναι. Μου κάνει εντύπωση που διασχίσαμε όλο το χωριό, αυτό το υπέροχο απόγευμα και δεν συναντήσαμε κανέναν στο δρόμο. Μόνο σφραγισμένα παράθυρα, κλειδωμένες πόρτες και χαμηλά φώτα παρατήρησα. Θα έλεγε κανείς ότι φοβούνται κάτι ή ότι δεν τους περισσεύουν τα κεριά και οι λάμπες... Α, να όμως, εκείνο το διώροφο παλιό κτίριο πρέπει να είναι το πανδοχείο. Ας πάμε να ρωτήσουμε αν μπορούν να μας φιλοξενήσουν για το βράδυ.

Η παλιά ξύλινη πόρτα άνοιξε τρίζοντας. Στο ισόγειο βρισκόταν ο βαριεστημένος ιδιοκτήτης του πανδοχείου, πίσω από ένα σκονισμένο πάγκο κι ένας γέρος άνθρωπος, σκυμμένος σε ένα τραπέζι στο βάθος της αίθουσας.

-Θα θέλαμε τρία δωμάτια για απόψε, είπε απότομα ο Μάρτιν απευθυνόμενος στον άνθρωπο πίσω από τον πάγκο.
-Να σου δώσω όσα δωμάτια θέλεις απάντησε, ξαφνιασμένος, ο πανδοχέας. Έσκυψε κι έβγαλε ένα σκονισμένο κουτί. Το άνοιξε, έβγαλε από μέσα τρία χοντροκομμένα σιδερένια κλειδιά και τα άφησε πάνω στον πάγκο.
-Πολύ ησυχία σήμερα, σκέφτηκε φωναχτά ο Μάγος.
-Και σήμερα και χθες και την προηγούμενη μέρα και πάντα είχαμε ...ησυχία. Μου φαίνεται δεν είστε από εδώ φίλοι μου.
- Όχι, δεν είμαστε. Ερχόμαστε από κάπου που είναι λίγο μακριά από εδώ. Πες μου όμως γιατί επικρατεί αυτή η ερημιά;
-Πρώτα όμως θα φέρεις 3 μπύρες, διέκοψε ο Ντίνανεκ. Ο λαιμός μου έχει ξεραθεί με όλο αυτό το περπάτημα.

Ο ταβερνιάρης ετοίμασε τα ποτά και πήρε μια βαθιά ανάσα για να αρχίσει την ιστορία του. Οι τρεις σύντροφοι είχαν κάτσει μπροστά από τον πάγκο και τον παρακολουθούσαν με έντονο ενδιαφέρον.

-Μου φαίνεται σαν να είναι χθες που το χωρίο έσφυζε από ζωή, μα πρέπει να έχουν περάσει πάνω από πέντε χρόνια από τότε που ξεκίνησαν όλα αυτά. Ήταν ένα κρύο φθινοπωρινό πρωινό όταν ένας βοσκός ανακάλυψε πως όλο το κοπάδι του είχε κατακρεουργηθεί. Όλοι πίστεψαν πως κάποια αγέλη λύκων είχε φτάσει στο χωριό αναζητώντας τροφή. Και δεν είχαν άδικο. Ήταν πράγματι λύκοι η υπαίτιοι αυτή της καταστροφής. Δεν ήταν όμως συνηθισμένοι λύκοι.

-Τι εννοείς; ρώτησε τότε η Ντίνανεκ, κρατώντας το μεγάλο ποτήρι της μπύρας στο χέρι του.

-Ετοιμάσαμε ομάδες για να τους κυνηγήσουμε. Μετά από μερικές μέρες και νύχτες αναζήτησης καταφέραμε να βρούμε τα ίχνη τους και οδηγηθήκαμε σε ένα βραχώδες ξέφωτο βαθιά στο δάσος. Τους βρήκαμε να ξεκουράζονται ανάμεσα και πάνω στα βράχια. Ήταν γύρω στους 15 αν και κανείς δεν ξέρει σίγουρα γιατί όλοι πάγωσαν μόλις είδαν μια σκοτεινή φιγούρα να ξεπροβάλει μέσα από τα βράχια. Είχαν απομείνει όλοι ακίνητοι με τα όπλα στα χέρια όταν μια ήρεμη βραχνή επιβλητική φωνή ακούστηκε σαν ψίθυρος μέσα στα κεφάλια τους. "Αν θέλετε να ζήσετε, φύγετε τώρα." Η φωνή ήταν της μεγάλη σκιάς που είχε κάνει της παρουσία της ανάμεσα στα βράχια. Και όταν η μορφή βγήκε στο φεγγαρόφωτο όλοι αντίκρισαν ένα φοβερό αλλά και ταυτόχρονα όμορφο θέαμα. Ήταν ένας τεράστιος λύκος με πλούσιο ασημένιο τρίχωμα, δύο πράσινα μάτια που μέσα τους μπορούσες να δεις το βυθό των θαλασσών των νοτίων νησιών, ακονισμένα λευκά δόντια που μπροστά τους τα μαργαριτάρια των πειρατών θα φαίνονταν σαν κοινές πέτρες και ένα μυώδες σώμα που αν στεκόταν όρθιο θα πλησίαζε τα δύο μέτρα. Αυτοί που τον έβλεπαν δεν ήξεραν αν έπρεπε να τρομοκρατηθούν και να το βάλουν στα πόδια ή να κάτσουν να απολαύσουν την ομορφιά του.

Δύο από τους συγχωριανούς μου τελικά βρήκαν το θάρρος να του πετάξουν δύο ακόντια. Αυτά χτύπησαν τον μεγάλο λύκο και απλώς έπεσαν κάτω. Αμέσως ακούστηκε ένα απόκοσμο ουρλιαχτό και το μόνο που κατάφεραν να δουν ήταν τον λύκο να στέκεται πάνω από τα ματωμένα πτώματα των δύο άτυχων ανθρώπων. "Φύγετε τώρα και να μην σας ξαναδώ" ήταν ο επόμενος ψίθυρος που ταξίδευσε στον παγωμένο αέρα. Φυσικά όλοι το έβαλαν στα πόδια χωρίς να κοιτάξουν πίσω τους, φοβούμενοι κάποια τρομερή τιμωρία από το κτήνος. Από τότε κανείς δεν τόλμησε να μπει βαθιά στο βόρειο δάσος. Κατά καιρούς βρίσκουμε θύματα, θλιβερές υπενθυμίσεις, της προσταγής του Τρομερού Γκρίζου. Έτσι από τότε ζούμε μέσα στο φόβο και προσέχουμε τη παραμικρή μας κίνηση.

-Ωραίο παραμύθι, είπε ο Μάρτιν, χαμογελώντας.
Ο ταβερνιάρης πήγε να τον επιπλήξει αλλά τον πρόλαβε ο Αλισταίρ.
-Δεν είναι παραμύθι Μάρτιν. Ο Τρομερός Γκρίζος -όπως τον αποκαλεί ο φίλος μας- είναι ο Γουλφροκ. Είναι ένα από τα ανώτερα πνεύματα του φωτός που όμως εξορίστηκε από το βασίλειο των θεών και από τότε περιφέρεται στους κόσμους των θνητών.
-Γιατί εξορίστηκε; ρώτησε ο Ντίνανεκ.
-Κανείς δεν ξέρει. Μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Μερικοί λένε πως αυτοεξορίστηκε μη αντέχοντας άλλο τις δολοπλοκίες και τα παιχνίδια των θεών του Φωτός και του Σκότους. Άλλοι πάλι λένε ότι προκάλεσε τους Θεούς ζητώντας να είναι κάτι παραπάνω από ένα πιόνι στις αλλόκοτες παρτίδες τους.
-Καλά θα κάνετε να μη περιφέρεστε στο δάσος αλλά και γενικά στα χωριό, είπε ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου. Εκτός και αν θέλετε να γίνετε τροφή του θηρίου.
-Μην ανησυχείς για μας. Να ανησυχείς μόνο για το αν θα είναι καθαρά και ζεστά τα δωμάτια μας, του απάντησε ο Μάρτιν.

Οι ταξιδιώτες αφού ήπιαν τις μπύρες τους και έφαγαν κάτι πρόχειρο, που τους ετοίμασε ο οικοδεσπότης τους, ανέβηκαν στα δωμάτια τους και πέφτοντας στα κρεβάτια τους αποκοιμήθηκαν αμέσως. Εκτός από τον μάγο που, σκεπτικός, κοιτούσε το φεγγάρι μέσα από τον βρώμικο φεγγίτη.

10/7/08

παράγραφος 5: Τσεκούρι Ξόρκι Βέλος

Ο κόμης Φάιναν βλαστήμησε κρυφά από μέσα του. Κοντά τέσσερις βδομάδες είχαν περάσει από τότε που ο Άλισταιρ είχε φύγει από το παλάτι και χωρίς αυτόν η κατάσταση χειροτέρευε μέρα με την μέρα. Τρία συμβούλια είχαν γίνει σε αυτό το διάστημα και σε κάθε ένα το πολεμοχαρές κήρυγμα του Σλίνερ κέρδιζε διαρκώς έδαφος στην κρίση του βασιλιά. Θα ήταν πραγματικό θαύμα αν κατάφερνε να αποκρούσει και αυτή την φορά τον δόλιο αλλά και ικανότατο χειριστή της γλώσσας σύμβουλο πληροφοριών. Την πρώτη φορά κατάφερε να πείσει τον βασιλιά, με την βοήθεια και του στρατηγού, ότι ο στρατός δεν ήταν έτοιμος και δεν έπρεπε να εκβιάσουν μια επίθεση πριν συγκεντρωθεί όλη η δύναμη του βασιλείου. Την δεύτερη, όταν ο Σλίνερ έφερε αποδείξεις για την ετοιμότητα του στρατού, επικαλέστηκε ελλειπή αποθέματα τροφίμων και αδυναμία τροφοδοσίας μιας τόσο μεγάλης εκστρατείας. Με αποτέλεσμα ο Σλίνερ να εισηγηθεί την επίταξη όλου του σιταριού των γύρω πόλεων. Με το ζόρι κατάφερε να χωρέσει στις αποθήκες τόσο σιτάρι, αλλά κέρδισε άλλη βδομάδα διορία . Στο προηγούμενο συμβούλιο έπαιξε το τελευταίο χαρτί του, όταν δήθεν συμφώνησε με τον Σλίνερ και περιέγραφε στον βασιλιά τους θριάμβους που θα είχε στην μάχη. Ευτυχώς γι αυτόν ο βασιλιάς τρομοκρατήθηκε από την ιδέα να ηγηθεί μιας μάχης και δεν ενέκρινε την επίθεση. Για σήμερα, στο τέταρτο συμβούλιο μέσα σε τέσσερις εβδομάδες , άφηνε τις ελπίδες του να νικήσει τον πρωτοσύμβουλο του βασιλιά στην θεά της τύχης.

Ο βασιλιάς μπήκε στην αίθουσα και όλοι υποκλίθηκαν στην αναγγελία. «Η αυτού μεγαλειότητα βασιλιάς Μπρέγαν της Θέρενιν». Έπειτα κάθισαν και τον λόγο όπως πάντα πήρε πρώτος ο κόμης Σλίνερ.

«Είναι η τέταρτη βδομάδα που λείπει αναιτιολόγητα ο μάγος Άλισταιρ μεγαλειότατε. Δεν νομίζω ότι μπορούμε να έχουμε πλέον αμφιβολίες σχετικά με την προδοσία του» σταμάτησε λίγο να καθαρίσει το λαιμό του. «Εμείς εδώ καθόμαστε όσο αυτός σχεδιάζει την καταστροφή του βασιλείου μας με τον Λίντιρ, τον βασιλιά της Ρίγκεν. Κάθε μέρα καθυστέρησης είναι εναντίον της Θέρενιρ μεγαλειότατε, πρέπει να επιτεθούμε πρώτοι»

«Μεγαλειότατε, δεν ξέρουμε τι έχει πραγματικά συμβεί στον Άλισταιρ.» πήρε τον λόγο ο Φάιναν καθώς ο κόμης έκανε παύση. «Ο μάγος έχει λείψει και για μεγαλύτερα διαστήματα. Αλλά ποτέ δεν θεωρήθηκε προδοσία.»

«Τον υπερασπίζεσαι ακόμα κόμη Φάιναν, υπερασπίζεσαι τον προδότη που εγκατέλειψε τον βασιλιά του σε μια τόσο δύσκολη στιγμή, και εξαφανίστηκε χωρίς να πει λέξη.» ο Σλίνερ έδειχνε έξω φρενών, « μήπως είσαι και εσύ μέρος της συνομωσίας με την Ρίγκεν για να ανατρέψουν τον μεγαλειότατο»

Η τελευταίες λέξεις του κόμη έκαναν το πρόσωπο του βασιλιά να πάρει μια έντονα άγρια έκφραση καθώς κοίταξε τον Φάιναν. Αυτή τον φορά είχε χάσει το παιχνίδι. Δεν έπρεπε να ρισκάρει άλλο την θέση του στο συμβούλιο, μακριά από εκεί ήταν άχρηστος στον Άλισταιρ. «Η αφοσίωσή μου βρίσκεται και πάντα θα βρίσκεται στο πλευρό του μεγαλειότατου. Τελικά ίσως έχετε δίκιο κόμη Σλίνερ. Ας γίνει η επίθεση»

Η υπόλοιπη ώρα πέρασε με τις λεπτομέρειες της επίθεσης όπου ο στρατηγός είχε τον πρώτο λόγο. Η σκέψη του Φάιναν πήγε στον Άλισταιρ. «Φίλε μου προσπάθησα όσο μπορούσα, ελπίζω μόνο να κέρδισα αρκετό χρόνο»






«Χάθηκε! Χάθηκε!» Επανέλαβε ο Ντίνανεκ ανήμπορος να δεχτεί την απώλεια. Ότι του είχε απομείνει από την οικογένειά του, τώρα βρισκόταν στα χέρια κάποιου άθλιου όρκ. Το αρχικό ξάφνιασμα διαδέχτηκε μια ανείπωτη οργή και η επιθυμία να κυνηγήσει και να σκοτώσει κάθε ένα από τα ύπουλα πλάσματα που τους επιτέθηκαν, μέχρι να πάρει πίσω το Νισαράντιν του. Και θα το είχε κάνει αν δεν τον είχαν συγκρατήσει τα σαν κορμοί χέρια του τοξότη με μια σιδερένια λαβή.

«Ηρέμησε νάνε, με την οργή σου δεν καταφέρνεις τίποτα»

«Άφησέ με, καταραμένε δεντρόβιε, Αλλιώς θα πάθεις και εσύ ότι και τα σιχαμένα όρκ. Άφησέ με»

Ο νάνος κλωτσώντας και τραβώντας τον τοξότη κατάφερε να ελευθερώσει το ένα του χέρι και να καταφέρει ένα χτύπημα στα πλευρά του Μάρτιν, που μόρφασε από τον πόνο και εγκατέλειψε την λαβή. Μέσα σε δευτερόλεπτα πολεμιστής και τοξότης βρίσκονταν σε απόσταση αναπνοής με τα όπλα τους έτοιμα για μάχη. Στην επερχόμενη σύγκρουση έδωσε γρήγορο τέλος η ράβδος του μάγου που αναδύοντας φλόγες στην άκρη έδειχνε προς την κατεύθυνση του νάνου.

«Κατέβασε το όπλο σου Ντίνανεκ. Αν δεν σε σταματούσε ο Μάρτιν θα το έκανα εγώ. Τι πιστεύεις ότι θα προφτάσεις και θα νικήσεις όλα τα όρκ μόνος σου; Τώρα κατέβασε το όπλο σου και ηρέμησε» ο προστακτικός τόνος της φωνής του μάγου δεν άφησε περιθώριο στον νάνο να αμφισβητήσει τις προθέσεις του. Κατέβασε το τσεκούρι και ο Μάρτιν έκανε το ίδιο με το τόξο του.

Ο Άλισταιρ έμπηξε το ραβδί του στο χώμα και συνέχισε. «Τα πράγματα είναι χειρότερα από ότι νομίζετε και γι αυτό το καλό που σας θέλω και στους δύο είναι να συγκρατήσετε τα νεύρα σας. Για σένα Μάρτιν που δεν το ξέρεις και για σένα Ντίνανεκ που δεν φαίνεται να καταλάβαίνεις την σημασία του, ξαναλέω ότι έχει κλαπεί το πετράδι του Νίσελντορ. Το μεγαλύτερο και ισχυρότερο Νισαράντιν που έχουμε βρει ποτέ. Και πιστέψτε με δεν θα ανησυχούσα αν επρόκειτο για κάποια διαμάχη μεταξύ μάγων ή βασιλείων και το πετράδι ήταν απλά ένα έπαθλο, μια κλοπή για θέμα γοήτρου. Αποκλείεται όμως να είναι κάτι τέτοιο. Ξέρω πολλούς μάγους που μπορούν να μαζέψουν μια ομάδα όρκ . Λίγους όμως που να μπορούν να την περάσουν απαρατήρητη μέσα από τα δάση του Φέλμπορν και κανέναν που να ξέρει που βρισκόμαστε τώρα και γιατί. Η σημερινή επίθεση έδειξε ότι ο αντίπαλος μας είναι κάποιος ή κάτι άγνωστο και ισχυρό. Γι αυτό το λιγότερο που απαιτώ από σας» και κοίταξε με νόημα τον νάνο «είναι αυτοσυγκράτηση. Το μέλλον όχι μόνος ενός βασιλείου αλλά ίσως όλων μας διακυβεύεται εδώ»

Οι εκφράσεις των δύο ακροατών μετά τα όσα είπε ο μάγος διέφεραν κατά πολύ. Ο νάνος είχε χαμηλώσει το κεφάλι του σε ένδειξη μετάνοιας, ενώ ο τοξότης είχε ανοίξει τα μάτια του διάπλατα σαν να μην πίστευε στα αυτιά του.

«Άλισταιρ, κλάπηκε το πετράδι;»

«Ναι, Μάρτιν και φέρω κι εγώ ευθύνη γι αυτό, αλλά πιο σημαντικό τώρα είναι να το βρούμε. Δεν ήθελα να σε πιέσω να έρθεις μαζί μας με αυτό τον τρόπο. Αλλά η κατάσταση ξέφυγε από τον έλεγχό μου.»

«Μην το ξαναπείς αυτό μάγε, αν θυμάσαι το πετράδι το βρήκαμε μαζί…» κόμπιασε για λίγο «όλοι μαζί τότε. Το χρωστάω και σε σένα και σε όλους τους άλλους.. και σε κείνη. Θα έρθω μαζί σου θες δεν θες.»

Την συζήτησή τους διέκοψε η φωνή του νάνου. «Μάγε, δεν ξέρω τι συνδέει εσένα και τον δεντρόβιο με το πετράδι, αλλά για μένα κάθε Νισαράντιν είναι οι ρίζες μου, είναι ένας δεσμός με την οικογένειά μου. Έχω δικαίωμα να συμμετέχω σε αυτή την αναζήτηση και μα τα ορυχεία του Μάρκοραντ αν σήμερα έσφαλα δεν θα ξανασυμβεί»

Ο Άλισταιρ γύρισε και κοίταξε τον νάνο σοβαρά. «Ντίνανεκ χωρίς να το θέλεις σήμερα έδωσες μεγάλη ελπίδα σε όλους μας. Το φυλαχτό που έχασες βρίσκεται τώρα στα χέρια κάποιου καταραμένου όρκ που τρέχει κατευθείαν στον αφέντη του. Όταν ξεκουραστώ θα ανιχνεύσω το μαγικό ίχνος που αφήνει κάθε Νισαράντιν και θα βρούμε από κει τον υπεύθυνο για όλα αυτά. Εκτός αυτού έδειξες οτι είσαι ικανός πολεμιστής και αναγκαίο μέλος της ομάδας.»

«Ευχαριστώ μάγε, και όταν ξαναβρούμε αυτά τα ορκ να θυμάσαι ότι θα πέσουν νεκρά πριν προλάβεις να πεις Ντίνανεκ του Μάρκοραντ.»

«Δυστυχώς θα περάσει λίγος καιρός γι αυτό.» είπε ο μάγος. «Πριν ξεκινήσουμε το κυνήγι υπάρχει μια δεσποινίδα που πρέπει όλοι να γνωρίσετε. Και που θα μας είναι απαραίτητη στην συνέχεια του ταξιδιού»

«Και που ζει αυτή η δεσποινίδα; Αν επιτρέπεται;»

«Στη Ρίγκεν Μάρτιν, που αλλού;»

Ένα μικρό μουρμουρητό απογοήτευσης ξέφυγε από τα χείλη του τοξότη. «Είναι ακόμα νύχτα» είπε μετά. «Ελάτε σπίτι μου να κοιμηθείτε. Έχουμε μακρύ δρόμο αύριο μέχρι τις εκβολές του Νορίβιελ»

28/6/08

Παράγραφος 4: Μοχθηρές λάμψεις στο σκοτάδι

"Ακόμη μου κρατάς κακία επειδή σε... έσωσα Μάρτιν;"

"Μου φαίνεται πως γέρασες μάγε και δεν θυμάσαι καλά" ακούστηκε μια φωνή μέσα από το σπίτι. "Δεν μ' έσωσες! Πες μου όμως, γιατί την εγκατέλειψες μόνη της, στην κρύα αγκαλιά του θανάτου;"

"Δεν μπορούσα να την σώσω, δεν ήταν στο χέρι μου η ζωή της" φώναξε ο μάγος. "Μακάρι να μπορούσα" είπε στη συνέχεια σχεδόν ψιθυριστά. "Δεν ξέρεις ποσό οικτίρω τον εαυτό μου που δεν κατόρθωσα να το αποτρέψω. Όμως, Μάρτιν, σου έσωσα τη ζωή όταν δεν σε άφησα να περάσεις κι εσύ τη Πύλη. Μόνο ο θάνατος σε περίμενε από την άλλη πλευρά...".

Αυτά είπε ο Άλισταιρ και αποφάσισε να περιμένει τον συνομιλητή του να εμφανιστεί. Νεκρική σιγή επικράτησε. Μέχρι και οι ήχοι του δάσους, είχε την εντύπωση ο Μάγος, πως σώπασαν. Τέτοια ήταν η ανυπομονησία του.

Ο ολόλαμπρος δίσκος στον ουρανό άρχισε να βάφεται κόκκινος προειδοποιώντας όλα τα πλάσματα πως η μέρα φτάνει στο τέλος της. Καμία κίνηση από το σπίτι. Ο Άλισταιρ, απογοητευμένος, αποφάσισε να φύγει. Στο δρόμο σκεπτόταν τις επιλογές που είχε. Ο επιδέξιος τοξότης θα ήταν ένας πολύτιμος σύντροφος. Έφτασε, μουρμουρίζοντας, στο μέρος που είχαν κατασκηνώσει. Ο Ντίνανεκ ετοίμαζε το βραδινό. Οι δύο ταξιδιώτες έφαγαν αμίλητοι και ξάπλωσαν για να ξεκουραστούν. Μακρύ ταξίδι τους περίμενε αύριο.

Η γκρίζα λάμψη του ολόγιομου φεγγαριού χρωμάτιζε τα δέντρα κι έμοιαζαν να ήταν σκαλισμένα από ασήμι. Είχαν από ώρα κοιμηθεί. Ο Αλισταίρ άνοιξε ξαφνικά τα μάτια του. Κάτι περίεργο συνέβαινε. Οι αισθητήρες του, ακονισμένοι στο αμόνι του χρόνου, λάμβαναν αλλόκοτες αναταραχές στην ατμόσφαιρα. Πριν προλάβει να σηκωθεί όρθιος, αντιλήφθηκε -καθαρά πια- πως μοχθηρά κόκκινα μάτια τον παρατηρούσαν μέσα από το σκοτάδι των δέντρων. Αμέσως χρησιμοποίησε ένα ξόρκι φωτός κι είδε πολλά όρκ να τους κυκλώνουν, προσπαθώντας παράλληλα να μην γίνουν αντιληπτά.

"Ντίνανεκ! Ξύπνα! Ντίνανεκ! Καταραμένα ορκ!" φώναξε. Ο νάνος ξύπνησε κι αφού αντιλήφθηκε τον κίνδυνο, άρπαξε το τσεκούρι του. Το μαγικό φως που είχε δημιουργήσει ο μάγος άρχισε να σβήνει. Τα ορκ όμως -λόγω της λάμψης της σελήνης- μπορούσαν να τα δουν οι δύο σύντροφοι. Όρμησαν πρώτα στον νάνο πιστεύοντας πως θα τον καταβάλουν εύκολα. Ο Ντίνανεκ με δύο αστραπιαίες κινήσεις έμπηξε το τσεκούρι του βαθιά στη σάρκα ενός και στη συνέχεια σε ενός άλλου ορκ τα οποία έπεσαν νεκρά. Ο Άλισταιρ εξαπέλυσε δύο κεραυνούς από τη ξύλινη ράβδο του που ως τότε χρησιμοποιούσε ως μπαστούνι και άλλα δύο ορκ συνάντησαν τον θάνατο. Οι κεραυνοί όμως ήταν δύσκολη γητειά και θα τον εξουθένωναν αν συνέχιζε. Έβγαλε το μικρό σπαθί που είχε κρεμασμένο στη ζώνη του και κρατώντας στα χέρια του και το ραβδί του, επιτέθηκε στα ορκ ελπίζοντας να τα αιφνιδιάσει επειδή ήταν ακόμη ζαλισμένα από του κεραυνούς. Κατάφερε να πληγώσει θανάσιμα ακόμη έναν εχθρό. Αυτά τα ορκ όμως δεν ήταν άπειρα στη μάχη. Μια λαίλαπα από σπαθιά, ρόπαλα και γροθιές, βρέθηκε στο δρόμο του μάγου. Με την εμπειρία του από του πολέμους και τη βοήθεια μαγικών ασπίδων (που πρόλαβε να δημιουργήσει) κατάφερε, προσωρινά, να αποκρούσει τη σφοδρή επίθεση.

Ο Ντίνανεκ δεν βρισκόταν σε καλύτερη θέση. Τρία ορκ του επιτέθηκαν ταυτόχρονα. Ο νεαρός νάνος, όμως, ήταν καλά εκπαιδευμένος. Εκμεταλλευόμενος το μικρό του ύψος απέφυγε εύκολα την επίθεση και πέφτοντας και γυρίζοντας επιδέξια στο έδαφος βρέθηκε πίσω από ένα από τα ορκ. Το πιστό του τσεκούρι δεν έχασε στιγμή και γεύτηκε το αίμα του αντιπάλου και με αξιοπρόσεχτη για χέρι νάνου ταχύτητα χτύπησε θανάσιμα και τα άλλα δύο. Αμέσως του επιτέθηκε ακόμη ένα που βρισκόταν δίπλα στα νεκρά πια ορκ. Απέκρουσε τη φαρδιά του λεπίδα με το τσεκούρι. Το χέρι του μούδιασε από τη σύγκρουση. Αυτός ο εχθρός ήταν πολύ δυνατός. Άπλωσε με δύναμη το τσεκούρι του το οποίο όμως εύκολα αποκρούστηκε. Η δεξιά του πλευρά ήταν τώρα εκτεθειμένη και το ορκ το κατάλαβε κι έκανε αμέσως κίνηση για να καρφώσει το σπαθί του στον νάνο. Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη προσπάθεια του, όμως, πάγωσε ακίνητο. Μόλις ο νάνος είδε τη σιδερένια μύτη ενός βέλους να εξέχει από το στήθος του ορκ κατάφερε να συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει.

Άλλα τρία απαλά σφυρίγματα από βέλη ακούστηκαν στο αέρα και άλλα τρία ορκ έπεσαν στο σκοτάδι της αβύσσου. Το ένα μάλιστα έπεσε πάνω στον Ντίνανεκ σωριάζοντας τον κάτω. Αμέσως ένα ορκ που είχε σκύψει για να αποφύγει τον θάνατο επιτέθηκε με γυμνά χέρια, αρπάζοντας από τον λαιμό τον νάνο για να τον πνίξει. Η αντίσταση που αντιμετώπισε όμως το έκανε να το βάλει γρήγορα στα πόδια.

Ακόμη δύο βέλη εκτινάχθηκαν περνώντας αριστερά και δεξιά από το κεφάλι του Άλισταιρ και καρφώθηκαν στο λαιμό των δύο κακόβουλων πλασμάτων που ετοιμάζονταν να σκοτώσουν τον μάγο. Μαζεύοντας όλη τη δύναμη του, ο Άλισταιρ, εξαπέλυσε ένα κεραυνό, σκοτώνοντας ακόμη ένα αντίπαλο αλλά και τρέποντας τους υπόλοιπους σε άτακτη φυγή.

"Ευχαριστώ τους Θεούς, Μάρτιν, που σ' έκαναν να αλλάξεις γνώμη" φώναξε ο μάγος προς το μέρος μιας σκιάς που βρισκόταν καλυμμένη στα χονδρά κλαδιά μιας υπεραιωνόβιας βελανιδιάς. "Χωρίς τη βοήθεια σου θα ήμασταν χαμένοι."

"Ποιος σου είπε ότι άλλαξα γνώμη μάγε;" ακούστηκε η φωνή του τοξοβόλου από το βάθος. "Άσε εμένα όμως τώρα και βοήθησε τον μικρό σου φίλο γιατί βλέπω πως η μάχη τον επηρέασε...".

Ο Άλισταιρ γύρισε αμέσως το βλέμμα του προς τον Ντίνανεκ. Στεκόταν όρθιος, ακίνητος και χλωμός...

"Το φυλαχτό μου! Το Νισαράντιν. Χάθηκε!" κατάφερε να πει ξέπνοα ο νεαρό νάνος.

5/6/08

παράγραφος 3: Κατα μήκος του Νορίβιελ.

Ήταν η τρίτη μέρα που ο Άλισταιρ και ο Ντίνανεκ βρίσκονταν στον δρόμο. Σιγά σιγά το σκηνικό είχε αρχίσει να αλλάζει και το αυστηρό τοπίο των ορυχείων της Μάρκοραντ, σπαρμένο με πέτρες και ελάχιστα σκληροτράχηλα φυτά που μπορούσαν να επιζήσουν σ τις αντίξοες συνθήκες των βουνών, διαδεχόταν το μαλακό χώμα και η ποώδης βλάστηση της κοιλάδας Ίβιελ. Δύο χείμαρροι που ξεκινούσαν από ψηλά στο βουνό συναντιόνταν σε αυτή την κοιλάδα και σχημάτιζαν ένα ποτάμι που με το ορμητικό του νερό έκοβε την κοιλάδα στην μέση, Αν το έβλεπε κανείς από ψηλά έδινε την εντύπωση πως κάποιος ξυλοκόπος είχε κάνει την τομή, έτσι ονομάστηκε Νορίβιελ, «ο ξυλοκόπος της Ίβιελ». Το ποτάμι στο ταξίδι του προς την θάλασσα διέσχιζε πολλές περιοχές, μια εκ των οποίων ήταν και τα δάση του Φέλμπορν, ο επόμενος προορισμός του μάγου.

«Είμαστε τρεις μέρες στον δρόμο, και δεν μου έχεις πει τίποτα. Ούτε για το που πάμε, ούτε για το πετράδι, Νισαράντιν πως το πες. Ίσως το να σε πιστέψω δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα, μάγε».

«Τρείς μέρες πέρασαν και σου ‘λειψε κιόλας το σπίτι σου; Μικρέ μου φίλε θα χρειαστεί να κοιμηθείς κάτω από τα’ αστέρια πολλές νύχτες, τόσες που δεν θα σε νοιάζει πια, πρωτού λήξει η αναζήτησή μας.»

«Ποιος σου πε μάγε ότι πεθύμησα τα ορυχεία. Δεν με ξέρεις ακόμα καλά. Μπορεί να είμαι νέος αλλά δεν είμαι και αδαής. Εμείς οι νάνοι περισσότερο από όλες τις φυλές γνωρίζουμε ότι για να είναι το έργο σου άψογο θέλει επιμονή. Δεν θα γυρίσω στα ορυχεία πριν μάθω τα πάντα για την καταγωγή μου, ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι δεν θα τα ξαναδώ ποτέ. Και μην υποτιμάς ποτέ το πείσμα ενός νάνου.»

«Όχι, αυτό το λάθος δεν θα το κάνω νεαρέ Ντίνανεκ. Νομίζω λοιπόν πως αφού είσαι τόσο αποφασισμένος σου αξίζουν κάποιες εξηγήσεις. Κάθισε λοιπόν δίπλα στον ποταμό, γέμισε νερό τα παγούρια και άναψε φωτιά γιατί ο ήλιος πέφτει και είναι μεγάλη η ιστορία.»

Ο νάνος υπάκουσε και με το παραπάνω και σύντομα δίπλα στο τρεχούμενο νερό υπήρχε μια φωτιά στην οποία ψηνόταν ένας λαγός από κάποια φωλιά εκεί κοντά, δείπνο για τους ταξιδιώτες.
«Τα Νισαράντιν» ξεκίνησε ο μάγος «είναι μαγικά πετράδια, τεράστιων δυνατοτήτων αν και πολύ περίπλοκων για να τις αντιληφθεί η αξιοποιήσει κανείς στο έπακρο. Πριν όμως συνεχίσω γι αυτά είναι πολύ σημαντικό να μάθεις για το Νίσελντορ.» Ο νάνος κοίταξε προς στιγμήν με απορία το φυλακτό του αλλά δεν μίλησε και ξαναγύρισε το βλέμμα στον μάγο. «Το Νίσελντορ λοιπόν ήταν μια πολιτεία που ιδρύθηκε πριν χιλιάδες χρόνια από έναν πανίσχυρο όσο και τρελό μάγο, του οποίου το όνομα δεν έχει σημασία να το μάθεις. Αυτό όμως που πρέπει να ξέρεις είναι ότι είχε υποδουλώσει μια ολόκληρη φυλή νάνων τους οποίους ανάγκαζε να κάνουν εκσκαφές για να του παρέχουν ότι χρειαζόταν για τις μελέτες του. Μια μέρα κατά την διάρκεια μιας ανασκαφής ένας νάνος χτύπησε την αξίνα του πάνω σε ένα ψήγμα μιας πέτρας την οποία δεν είχε ξαναδεί. Το αποτέλεσμα ήταν να τιναχτεί το μισό βουνό στον αέρα. Δεν χρειάζεται να αναφέρω ότι ο νάνος είχε βρει ένα Νισαράντιν και ο μάγος ένα νέο αντικείμενο μελέτης.»

«Και ο μάγος έχτισε την Νίσελντορ σε εκείνο το σημείο σωστά;»

«Σωστά. Ο Μάγος πίστεψε ότι είχε βρει τον τρόπο να γίνει ο ισχυρότερος άνθρωπος του κόσμου. Και δεν είχε εντελώς άδικο. Έβαλε τους νάνους να χτίσουν εκεί μια γιγαντιαία πόλη-ορυχείο και να μαζεύουν Νισαράντιν, εξ ου και το όνομα Νίσελντορ.»

«Ναι αλλά πως και δεν μάθαμε ποτέ γι αυτή την πόλη. Εμείς οι νάνοι ξέρουμε κάθε ορυχείο στα βουνά μας αλλά και στην επικράτεια των νάνων. Σίγουρα θα γνωρίζαμε και για την Νίσελντορ»

«Θα το γνωρίζατε, αν ο μάγος δεν σκότωνε ότι ζωντανό πλησίαζε και δεν έκρυβε με κάθε τρόπο που ήξερε, και ήξερε πολλούς, την ύπαρξη της. Δεν ήταν βλέπεις διατεθειμένος να διαρρεύσει το μυστικό της δύναμής του. Μέχρι σήμερα δεν γνωρίζουμε την τοποθεσία αυτής της πόλης ούτε και τους λόγους που μια μέρα καταστράφηκε παίρνοντας, λένε, και τον μάγο μαζί. Ίσως κάποιο ριψοκίνδυνο πείραμα, ίσως κάτι άλλο, το μόνο που απέμεινε από την μεγαλειώδη αυτή πολιτεία ήταν πτώματα νάνων που έφεραν πάνω τους διάφορα μαγικά πετράδια αμύθητης δύναμης, σκορπισμένα στα 4 σημεία του ορίζοντα σαν να ήταν από πάντα εκεί. Από τότε κανένα Νισαράντιν δεν έχει ξαναβρεθεί ούτε έχει μάθει ποτέ κανείς τίποτα για τον μάγο.»

«Αυτό ήταν όλο μάγε; Δεν μπορεί, κάτι μου κρύβεις» μίλησε δύσπιστα ο νάνος.

«Πράγματι, νεαρέ, αλλά από νύστα μάλλον παρά από κακία. Θα συνεχίσουμε την ιστορία κάποια άλλη στιγμή. Τώρα χρειάζομαι ξεκούραση, δεν κάνει να εξαντλούμαι στην ηλικία μου». Με αυτά τα λόγια ο μάγος έγυρε στο πλάι και αποκοιμήθηκε αφήνοντας τον νάνο να απορεί για το τι άλλο μπορεί να του κρύβει ο αινιγματικός συνταξιδιώτης του. Όσο και για το που τελικά σκόπευε να καταλήξει η αναζήτησή τους.
«Είσαι αινιγματικός Άλισταιρ, αλλά αν κάποιος μπορεί να με βοηθήσει να βρω τις ρίζες μου, αυτός είσαι εσύ»


Την άλλη μέρα το πρωί ο νάνος ξύπνησε απότομα από ένα πιτσίλισμα με νερό στο πρόσωπο μόνο και μόνο για να βρει τον μάγο έτοιμο για τον δρόμο από ώρα.
«Σήκω υπναρά, έχουμε δρόμο μπροστά μας. Πρέπει να φτάσουμε στα δάση του Φέλμπορν και καλύτερα θα είναι να είμαστε εκεί το μεσσημέρι. Υπάρχει λόγος.». Ο νάνος είχε εκπαιδευτεί στον στρατό της Μάρκοραντ. Ένα πρωινό ξύπνημα δεν ήταν τίποτα γι αυτόν. Σηκώθηκε και μέσα σε 5 λεπτά ήταν εξοπλισμένος και έτοιμος για δρόμο.


O ήλιος μεσουρανούσε όταν ο μάγος και ο νάνος πέρασαν τα πρώτα δέντρα του δάσους του Φέλμπορν και η σκιά τους ήρθε ευπρόσδεκτη. Καθώς προχωρούσαν όμως η αίσθηση ότι διαρκώς τους παρακολουθούσαν έκανε τις τρίχες στο σβέρκο του νάνου να στέκονται όρθιες.
«Μάγε, μας παρακολουθούν. Το ένστικτό μου δεν με γελά».
«Εδώ και μία ώρα Ντίνανεκ. Το δάσος, τα δέντρα ξέρουν ότι είμαστε εδώ, αλλά δεν όσο δεν τα βλάπτουμε, δεν θα μας βλάψουν. Το δάσος ζει σε αρμονία εδώ και πολλά χρόνια, δεν θέλει να την διαταράξει από μόνο του. Ας ελπίσουμε ότι ένα μικροεπεισοδιο δεν θα το ενοχλήσει. Ακολούθησέ με» ένευσε ο μάγος και έστριψε απότομα προς μια κατεύθυνση.
«Τι εννοείς μικροεπεισόδιο» πήγε να ρωτήσει ο νάνος, αλλά δεν πρόφτασε μιας και ο μάγος άρχισε να χάνεται μέσα στα φυλλώματα.
«Περίμενέ με εδώ Ντίνανεκ και μην κουνηθείς. Δεν θα αργήσω, έχω να βρώ ένα παλιό γνωστό»

Αφήνοντας τον νάνο μόνο του, ο μάγος ακολούθησε ένα νοητό μονοπάτι ανάμεσα σε δέντρα και κλαδιά και τελικά έφτασε έξω από μια καλύβα, φτιαγμένη από το ίδιο το δάσος για να στεγάσει τον ιδιοκτήτη της. Μια ζεστή μυρωδιά μεσημεριανής σούπας αναδυόταν από τα παράθυρα. Με μια μεγάλη εισπνοή ο μάγος φώναξε.

«Εδώ είναι το αρχοντικό του Μάρτιν Ίσελντορ, του γρηγορότερου τοξότη κατά μήκος του Νορίβιελ και του καλύτερου μάγειρα σε όλη την επικράτεια;»

Την φωνή ακολούθησε ολιγόλεπτη σιωπή. Έπειτα τρία βέλη καρφώθηκαν ακριβώς μπροστά στα πόδια του μάγου και μια νεανική φιγούρα πρόβαλε στην πόρτα.
«Εξαφανίσου μάγε, σε είχα προειδοποιήσει ότι αν σε ξαναδώ δεν θα την βγάλεις καθαρή»

1/6/08

Παράγραφος 2: Ο νάνος που κοιτούσε τ' αστέρια

Ο νεαρός νάνος περπατούσε αμέριμνος στους διαδρόμους του ορυχείου. Η μέρα είχε φτάσει στο τέλος της κάτι που σήμαινε κι αλλαγή της βάρδιας στο σημείο που δούλευε, στις κάτω στοές. Ο αντικαταστάτης του ήρθε στην ώρα του, όπως κάθε φορά, κι ετοιμαζόταν να πιάσει δουλειά. Αν ήταν κάτι για το οποίο θαύμαζαν τους νάνους -εκτός φυσικά από τα περίτεχνα τεχνουργήματα τους- ήταν η άψογη οργάνωση τη ζωής τους, της δουλειάς τους, του υπόγειου λαβύρινθου που ονόμαζαν σπίτι.

Ο Ντίνανεκ όμως, αντί τη συνηθισμένη διαδρομή για το θάλαμο του, άρχισε να παρεκκλίνει, προσέχοντας παράλληλα να μην γίνει αντιληπτός από κάποιο γνωστό του. Στρίβοντας απότομα άλλοτε δεξιά κι άλλοτε αριστερά και περνώντας από στενά τούνελ πλησίαζε στο προορισμό του. Είχε καταλάβει ότι πλησίαζε, ο αέρας ήταν φρέσκος. Σκαρφάλωσε στη μικρή οπή που μετά βίας χωρούσε και βγήκε έξω. Ήταν η ξεχασμένη έξοδος του καπνού από ένα παλιό καζάνι που δεν χρησιμοποιούνταν πια, το σημείο που αποτέλεσε την πύλη του για την επιφάνεια.

Ο ήλιος είχε αποχαιρετήσει τη γη και συνέχισε για το αιώνιο ταξίδι του. Ο ουρανός ήταν καθαρός και μικρά στολίδια στο στερέωμα του λαμπύριζαν χαρούμενα καλωσορίζοντας τη σκοτεινή μητέρα τους. Η νύχτα έφτασε. Του άρεσε πολύ να παρατηρεί το χορό των αστεριών. Του υπενθύμιζαν πως υπήρχε και κάτι άλλο πέρα από το στενό ορυχείο της πατρίδας του. Στη σκέψη αυτή, χαμογέλασε. Στενό ορυχείο το αρχαίο βασίλειο του Μάρκοραντ... Η υπόγεια πολιτεία, που το μεγαλείο της έκανε τους λγοστούς επισκέπτες να χάνουν τα λόγια τους. Ακόμη και οι άπληστοι βασιλείς των ανθρώπων που ζούσαν μέσα στην υπερβολή κι ερχόταν εδώ μόνο για κλείσουν συμφωνίες για την αγορά των φημισμένων όπλων του Μάρκοραντ, έμεναν έκθαμβοι από το μέγεθος τη λιτή αρμονία και την τελειότητα των στοών, των διαδρόμων, των αιθουσών.

Αυτός όμως ήθελε κάτι παραπάνω. Σαν μια εσωτερική δύναμη να τον έσπρωχνε έξω από όλα αυτά. Αγαπούσε τη δουλειά του. Λαχταρούσε όμως να δει τι κρύβεται πίσω από τους όμορφους πέτρινους τοίχους της χώρας του. Πράγμα ασυνήθιστο για τους νάνους αυτής της περιοχής που με δυσκολία αποχωρίζονταν τη θαλπωρή των ορυχείων. Ο Ντίνανεκ όμως δεν ήταν σαν αυτούς. Μάλιστα δεν είχε γεννηθεί εδώ. Ο ίδιος ο βασιλιάς Μαλάουντ τον είχε βρει μωρό να κλαίει δίπλα στα νεκρά σώματα των γονιών του. Από τότε το μόνο που του είχε απομείνει ήταν ένα παράξενο μενταγιόν που κουβαλούσε πάντα στο λαιμό του. Ήταν ένας ασημένιος δίσκος που στο κέντρο του ήταν στερεωμένη μια μικρή γαλάζια πέτρα. Γύρω της υπήρχαν σκαλισμένα κάποια ρουνικά σύμβολα και ένα σώμα ερπετούπου έκλεινε τη περίμετρο του κύκλου. Κανείς δεν ήξερε στο υπόγειο βασίλειο ποιος μπορεί να το κατασκεύασε και πια ήταν η χρησιμότητα του. Οι νάνοι ήταν πρακτικά όντα. Μπορεί η κατασκευές τους να ήταν περίτεχνες, όμορφες και μοναδικές αλλά πάντα θα χρησίμευαν σε κάτι. Με άλλα λόγια η τέχνη τους είχε αφετηρία και τερματισμό σε τσεκούρια πανοπλίες, ασπίδες, κύπελλα και γενικά αντικείμενα καθημερινής χρήσης καθώς και εργαλεία.

Απορροφημένος όπως ήταν ο νεαρός νάνος στις σκέψεις του, δεν πρόσεξε τη σκοτεινή φιγούρα που τον πλησίασε αθόρυβα.
"Χμ, ένας νάνος που ονειροπολεί κοιτώντας τ' αστέρια. Μα τα χίλια ξόρκια, νομίζω πως τώρα τα έχω δει όλα!"
Ο Ντίνανεκ πετάχτηκε όρθιος και χωρίς να το σκεφτεί πήρε θέση επίθεσης. Δεν είχε πάρει μαζί του όπλα αλλά πίστευε ότι η φυσική του δύναμη θα τον βοηθούσε. Αμέσως όμως χαλάρωσε τη στάση του. Ο κουρασμένος γέρος με τη γκρίζα γενειάδα και τον φθαρμένο μανδύα δεν αποτελούσε απειλή.
"Ποιος είσαι; Τι θέλεις;"
"Μην εκνευρίζεσαι νεαρέ μου. Ένας ταξιδιώτης είμαι που ψάχνει ένα μέρος για να ξεκουραστεί. Αλήθεια, πες μου σε παρακαλώ, είναι συνήθεια των νάνων εδώ να μελετούν τα αστέρια;"
"Οι συνήθειες της φυλής μου δεν σε αφορούν!"
"Καλά, καλά ηρέμησε. Ξέρεις μήπως που θα βρω το δρόμο για..." προσπάθησε να ρωτήσει.
"Δεν ξέρω τίποτα." Αποκρίθηκε απότομα ο νάνος κι έσκυψε να μαζέψει τον μανδύα του, ππου τον είχε απλώσει στο χορτάρι. Με αυτή τη κίνηση του όμως βγήκε μέσα από το πουκάμισο του και αιωρήθηκε στην ασημένια αλυσίδα του το μενταγιόν που φορούσε. Ο Ντινανεκ το έπιασε και το έβαλε αμέσως πάλι μέσα. Ο νυχτερινός επισκέπτης όμως είχε προλάβει αν το δει όπως πρόδιδε η λάμψη στα μάτια του.

"Οι εκπλήξεις δεν σταματούν με εσένα, παράξενε φίλε μου" είπε τότε στον Ντίνανεκ. "Είμαι περίεργος να μάθω που βρήκες το Νισαράντιν που φοράς."
"Τι μου λες; Δεν καταλαβαίνω" απάντησε ο νεαρός νάνος και πράγματι δεν καταλάβαινε.
"Μιλώ για το μενταγιόν που φοράς..."
"Γνωρίζεις για αυτό, γέρο; πες μου τι ξέρεις;" τον έκοψε πάλι ο Ντίνανεκ.
"Α... είναι μεγάλη η ιστορία των Νισαράντιν και χάνεται μέσα στο πέρασμα του χρόνου."
"Μαγικών...;"
"Μάλιστα, μαγικών! Εσύ όμως που το βρήκες;"
"Είναι το μόνο πράγμα που έχω από τους γονείς μου, οι οποίοι και πέθαναν πριν τους γνωρίσω." απάντησε μελαγχολικά ο νάνος.
"Τότε ίσως θα ήταν καλό για σένα να έρθεις μαζί μου. Κι εγώ ένα Νισαράντιν ψάχνω. Το μεγαλύτερο, το πιο δυνατό αλλά και το πιο επικίνδυνο από όλα όσα υπήρξαν και υπάρχουν ακόμη. Έλα, ίσως βρεις τις απαντήσεις που ψάχνεις."

Ο Ντίνανεκ χωρίς δεύτερη σκέψη και παρόλο που ήταν άγνωστος αυτός που τον παρότρυνε, έγνεψε καταφατικά το κεφάλι του. "Θα έρθω, γέρο, και το καλό που σου θέλω να μην με κοροϊδεύεις γιατί όλη η οργή του Μάρκοραντ θα ξεσπάσει πάνω σου. Περίμενε μόνο να πάρω τα όπλα μου." είπε κι έφυγε τρέχοντας. Η φωτιά, που πάντα έκαιγε μέσα του και του έλεγε να ταξιδέψει, είχε τώρα εξαπλωθεί σε όλο το σώμα του.
"Όπως επιθυμείτε νεαρέ μου κύριε" απάντησε ο ηλικιωμένος ταξιδιώτης και κάθισε να ξεκουραστεί σε ένα μικρό βράχο.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και ο Ντίνανεκ βγήκε αρματωμένος από τη μικρή οπή στο έδαφος.
"Δεν μου είπες, όμως, το όνομα σου" ρώτησε ο νάνος, "εμένα με λένε Ντίνανεκ".
"Έχεις δίκιο, δεν σου το είπα. Τι αγένεια εκ μέρους μου! Χαίρω πολύ, Ντίνανεκ. Ονομάζομαι Άλισταιρ".

24/5/08

Ιστορία 1η: Το πετράδι του Νίσελντορ

Παράγραφος1: To συμβούλιο

Ο βασιλιάς Μπρέγαν πετάχτηκε όρθιος από το κρεβάτι του και με το νυχτικό ακόμα κατέβηκε τις σκάλες που οδηγούσαν στα δώματά του. Με μεγάλο διασκελισμό πέρασε τον διάδρομο που οδηγούσε προς το αίθριο, αφήνοντας την προσωπική του φρουρά να τον ακολουθεί λαχανιασμένη. Στο κέντρο του συμπλέγματος που αποτελούσε το παλάτι ,από κάποια έμπνευση του αρχιτέκτονα, ήταν ένα αίθριο από όπου ξεκινούσαν διάδρομοι για όλες τις πτέρυγες. Από τον πιο πολυάσχολο υπουργό, μέχρι και τον πιο ταπεινό υπηρέτη, όλοι περνούσαν κάποια στιγμή της ημέρας από αυτό το αίθριο είτε για να μεταφέρουν κάποιο μήνυμα, είτε για να διεκπεραιώσουν κάποια υπόθεση της αυλής είτε απλά για να χαρούν το άρωμα που πρόσφεραν απλόχερα τα λουλούδια και να απολαύσουν μια όμορφη μέρα. Σήμερα παρόλα αυτά η μόνη κίνηση που έβλεπε κανείς ήταν η περιπολίες των φρουρών που απαγόρευαν κάθε μετακίνηση μέσα στο παλάτι.


Με ακόμη μεγαλύτερη φούρια και πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο ο βασιλιάς διάλεξε το διάδρομο που οδηγούσε στην αίθουσα συμβουλίων και φτάνοντας άνοιξε με θόρυβο την
πόρτα.


«Θα μου εξηγήσει κανείς τι σας ήρθε και αποκλείσατε έτσι το παλάτι. Ξέρετε πόσα θέματα θα μείνουν πίσω; Ξέρετε ότι έχουμε πρέσβεις καλεσμένους από την Ρίγκεν; Ξέρετε πόσο τεταμένες είναι οι σχέσεις μας!! Θέλετε πόλεμο!!»

«Ηρεμήστε μεγαλειότατε» τον λόγο πήρε ο κόμης Σλίνερ, σύμβουλος πληροφοριών και πρωτοσύμβουλος του βασιλιά. «Θα δείτε ότι δυστυχώς οι ενέργειές μας ήταν αναγκαίες». Στο μακρόστενο τραπέζι στο κέντρο της αίθουσας εκτός από τον κόμη κάθονταν και ο στρατηγός Γρέυμαν, ο κόμης Φάιναν σύμβουλος επί των οικονομικών και ο μάγος του βασιλιά. Αυτοί οι τέσσερις ήταν το συμβούλιο που ουσιαστικά κυβερνούσε την χώρα μιας και ο βασιλιάς παρά την εξωτερική εμφάνιση αποφασιστικού ανθρώπου δεν μπορούσε να κρίνει τι ήταν κάθε φορά το καλύτερο.

«Χθές το βράδυ» συνέχισε ο κόμης Σλίνερ «εκλάπη το πετράδι του Νίσελντορ από το θησαυροφυλάκιο, χωρίς να ηχήσει κανένας συναγερμός και χωρίς να αφήσουν οι κλέφτες κανένα ίχνος» . Τα νεύρα του βασιλιά εξανεμίστηκαν μονομιάς καθώς κάθισε στην καρέκλα του χλωμός. «Το.. το… πετράδι… δεν είναι δυνατόν. Τι θα κάνουμε τώρα;».

«Μεγαλειότατε, η στιγμή δεν είναι κατάλληλη για πανικό» μίλησε αυτή την φορά ο μάγος. «Σίγουρα το πετράδι είναι πολύ δυνατό όπλο στα λάθος χέρια. Αλλά θέλει χρόνο για να γίνουν οι κατάλληλες προετοιμασίες ώστε να χρησιμοποιηθεί. Ίσως πάρει μήνες, ίσως χρόνια. Μέχρι τότε θα καταφέρουμε να το ανακτήσουμε».

«Γενναία λόγια από κάποιον που δεν κατάφερε να το προστατέψει όσο το είχαμε εδώ» απάντησε σε ειρωνικό τόνο ο κόμης Σλίνερ.

«Τι εννοείς δηλαδή;» ρώτησε ο Φάιναν.

«Τίποτα πέραν του ότι οι μαγικοί συναγερμοί δεν λειτούργησαν» ανασκεύασε έξυπνα ο κόμης. «Εγώ πιστεύω ότι πρέπει να δράσουμε άμεσα, τώρα όσο δεν μπορεί να το χρησιμοποιήσει κανείς εναντίον μας. Όχι να περιμένουμε μήνες και χρόνια για να δούμε αν αυτός, όποιος και αν είναι που το έκλεψε, αποφασίσει να μας αφανίσει από προσώπου γης». Ο μάγος έμεινε σκεπτικός, το ίδιο και ο σύμβουλος των οικονομικών.

«Άμεσα δεν σημαίνει βιαστικά» πρόσθεσε ο στρατηγός. «Αν έχεις κάτι συγκεκριμένο στο μυαλό σου πες το».

«Μάλιστα. Για πείτε μου, δεν σας παραξενεύει ότι δυο μέρες αφότου έφτασαν οι πρέσβεις από την Ρίγκεν. Που όλοι ξέρουμε ότι μόνο εχθρικές διαθέσεις έχει εναντίον μας. Εξαφανίστηκε το πετράδι. Προτείνω να τους ανακρίνουμε όσο πιο γρήγορα γίνεται. Πρέπει να μάθουμε τι ξέρουν».

«Μα αυτό θα είναι κήρυξη πολέμου!» πετάχτηκε ο Φάιναν, «μεγαλειότατε δεν μπορεί να γίνει αυτό».

«Υπό κανονικές συνθήκες ούτε εγώ θα το ήθελα μεγαλειότατε, πιστέψτε με» είπε ο Σλίνερ αλλά τώρα είναι η μόνη λύση».

Ο μάγος πήρε στην συνέχεια το λόγο. «Αν έχεις κάποιο στοιχείο κόμη που να ενοχοποιεί τους πρέσβεις ή τη Ρίγκεν πολύ θα ήθελα να το προσκομίσεις στο συμβούλιο. Διαφορετικά ας κηρύξουμε πόλεμο σε όλες τις χώρες που επιβουλεύονται τις κτήσεις μας και σε όλες τις πλευρές που θα είχαν όφελος από ένα τέτοιο όπλο. Είναι το ίδιο λογικό.»

«Και τι προτείνεις δηλαδή, να ξεκινήσουμε να ψάχνουμε γα το πετράδι χωρίς καμία αφετηρία; Ας βάλουμε καλύτερα το στράτευμα να ψάχνει βελόνα στα άχυρα. Μεγαλειότατε, ας ανακρίνουμε τους πρέσβεις. Είμαι σίγουρος ότι θα μάθουμε πολλά».

«Σας παρακαλώ αφήστε με να το σκεφτώ μόνος μου» μίλησε μετά από ώρα ο βασιλιάς. «Ω θεοί, πως ήρθαν έτσι τα πράγματα».

Ένας ένας υποκλίθηκαν και έφυγαν από το δωμάτιο αφήνοντας τον βασιλιά να βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά. Καθώς απομακρύνονταν ο μάγος πλησίασε τον Φάιναν. «Έχεις λίγη ώρα, πρέπει να μιλήσουμε»

«Για τον Σλίνερ έτσι;».

«Όχι εδώ. Ακολούθησέ με»

Αγνοώντας τις απαγορεύσεις των φρουρών ο Φάιναν και ο μάγος περπάτησαν κατά μήκος αρκετών διαδρόμων , μερικών όχι και τόσο γνωστόν στον σύμβουλο, μέχρι που έφτασαν στο εργαστήριο του μάγου. Χτυπώντας την πόρτα τρείς φορές αυτή κυμάτισε σαν να ήταν φτιαγμένη από υγρό και ένα πρόσωπο εμφανίστηκε.

«Σκεπτικό σας βλέπω αφέντη. Δύσκολα τα πράγματα στο συμβούλιο;»

«Δεν σε αφορά Γκαμπόρ. Άνοιξε τώρα να περάσουμε, έχουμε καλεσμένο»

«Ω! Μάλιστα θα κάνω τις απαραίτητες ετοιμασίες. Τι νέα από τον κόμη Σλίνερ;» είπε η πόρτα καθώς άνοιγε.

Μπήκαν σε ένα αρκετά μεγάλο δωμάτιο το οποίο όμως ήταν ασφυκτικά γεμάτο από βιβλιοθήκες με βιβλία ανάκατα τοποθετημένα, ενώ περγαμηνές και μαγικά αντικείμενα, που δεν θύμιζαν τίποτα στον Φάιναν, ήταν απλωμένα στο πάτωμα. «Γκαμπόρ!! τι σου έχω πει!» Φώναξε θυμωμένα ο μάγος.

«Καλά αφέντη θα τα φτιάξω αμέσως». Ένα δευτερόλεπτο μετά όλα ήταν στην εντέλεια και ένας αναπαυτικός καναπές εμφανίστηκε για να καθίσουν οι δύο άνδρες.

«Μην τον παρεξηγείς τον Γκαμπόρ, είναι στην υπηρεσία μου χρόνια τώρα. Δεν είναι κακός απλά λίγο παραπάνω χιουμορίστας από όσο χρειάζεται. Θα πάρεις κάτι;»

«Όχι ευχαριστώ μάγε, ας μιλήσουμε γι αυτό που ήθελες να μου πεις»

«Κατ' αρχάς σε έχω παρακαλέσει να με αποκαλέις με το όνομά μου, Άλισταιρ. Σύμφωνοι; Ωραία. Tώρα ό,τι θα σου πω πρέπει να μείνει ανάμεσά μας και να μην φύγει από αυτούς τους τοίχους. Η κλοπή του πετραδιού και η επιμονή του Σλίνερ για πόλεμο, όπως θα έχεις καταλάβει, δεν είναι διόλου ασύνδετα. Ακόμα δεν έχω ξεκαθαρίσει ποιο είναι το κίνητρό του, αλλά ακόμα και από αυτό προέχει η ανάκτηση του πετραδιού. Έχω ένα σχέδιο αλλά θα χρειαστώ την βοήθειά σου»

«Τι θέλεις δηλαδή από μένα;»

«Θα χρειαστεί να λείψω για κάποιο καιρό από το παλάτι, κάτι που θα σημαίνει και την απουσία μου από το συμβούλιο. Ακόμα είναι αναγκαίο να φύγω κρυφά πράγμα που θα εκμεταλλευτεί στο έπακρο ο Σλίνερ για να με χαρακτηρίσει προδότη και να πανικοβάλλει ακόμα περισσότερο τον βασιλιά. Από σένα θέλω να προσπαθήσεις να καθυστερήσεις όσο πιο πολύ μπορείς αυτόν τον πόλεμο. Χρησιμοποίησε κάθε μέσο που διαθέτεις, ότι και αν χρειαστεί. Κάθε μέρα ειρήνης που θα κερδίζεις θα είναι μια μέρα πιο κοντά στην επιτυχία του σχεδίου μου.»

«Μάλιστα κατάλαβα. Όμως σχεδιάζεις να βρείς το πετράδι μόνος σου; Αυτό θα είναι αδύνατο»

«Κάθε άλλο, έχω ακριβώς τους κατάλληλους ανθρώπους στο μυαλό μου».

12/4/08

Πρόσκλητήριο




Η πρώτη προσπάθεια για μια συμμετοχική open source fantasy ιστορία, που θα γραφτεί με τη φαντασία και το ταλέντο όλων σας, είναι γεγονός. Δηλώστε συμμετοχή και γίνετε δημιουργός ενός νέου φανταστικού κόσμου τον οποίο εσείς θα εξελίσσετε. Δηλώσεις και περισσότερες πληροφορίες στο unitedfantasy@yahoo.gr μέχρι τις 5 Mαΐου 2008.