15/9/08

Παράγραφος 6: Ο ψίθυρος τους κτήνους

Ο ήλιος δεν είχε κάνει ακόμη τη μεγαλοπρεπή του εμφάνιση και οι τρεις σύντροφοι ήδη περπατούσαν στον αρχαίο πέτρινο δρόμο που βρισκόταν παράλληλα του Νορίβιελ. Η διάθεση τους ήταν καλύτερη παρά τη πολύ σύντομη ξεκούραση τους. Μια καινούργια μέρα άρχιζε, ένα δρόμος ανοιγόταν μπροστά τους, η ελπίδα γεννιόνταν στις καρδιές τους. Ιδιαίτερα ο μάγος ήταν παράξενα ευδιάθετος... Όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιό του.

Πριν φτάσει το απόγευμα, είχαν βρεθεί στα σύνορα του βασιλείου της Ρίγκεν. Για καλή τους τύχη καμιά απρόβλεπτη περιπέτεια δεν τους συνάντησε σε όλη τη διαδρομή. Τα ερειπωμένα τείχη θύμιζαν το μακρύ πολεμικό παρελθόν των δύο βασιλείων. Όχι βέβαια πως τώρα ήταν απόλυτα αρμονικές οι σχέσεις τους. Φαίνεται όμως πως το πολεμικό συμβούλιο της Ρίγκεν αποφάσισε ότι ήταν προτιμότερο να είναι συγκεντρωμένες οι δυνάμεις στη μεγάλη πόλη και πρωτεύουσα του βασιλείου τη Ριέναντον, από το να είναι διασκορπισμένες σε όλη τη χώρα. Άλλωστε τα χωριά των συνόρων είναι... αναλώσιμα. Σημασία έχει να είναι και να νιώθει προστατευμένη η αριστοκρατία της πόλης.

Η υψηλή κοινωνική τάξη, κατά τη διάρκεια των μεγάλων πολέμων, κατάφερε να εκμεταλλευτεί τις ευμετάβλητες καταστάσεις και να αποκτήσει τεράστια περιουσία και πολιτική δύναμη. Οι νέες περιοχές -που κατάφερε ο στρατός να προσαρτήσει στο μικρό βασίλειο- με τα μεταλλεία και τους εκατοντάδες δούλους, πέρασε, μέσα από μηχανορραφίες και υπόγεια παιχνίδια στα χέρια των αριστοκρατών. Επίσης ήταν πια κοινό μυστικό ότι διαχειρίζονταν και το κρατικό θησαυροφυλάκιο, προς όφελος τους φυσικά.

Ο γέρος βασιλιάς ήταν ανίσχυρος μπροστά τους. Άλλωστε μετά τον θάνατο των δύο γιων του είχε χάσει κάθε ενδιαφέρον για τη περιουσία του κράτους, για το βασίλειο, για τη ζωή... Μάταια η αξιοσέβαστη γυναίκα του προσπαθούσε να τον συνεφέρει αλλά και να κρατήσει κάποιες ισορροπίες στη διοίκηση.

-Να σταματήσουμε εδώ, είναι ιδανικό το μέρος, είπε ο Ντίνανεκ ασθμαίνοντας. Αν και είχε τη φημισμένη αντοχή των νάνων, τού ήταν δύσκολο να ακολουθήσει τα μεγάλα βήματα των συνταξιδιωτών του.
-Βρίσκω σοφότερο να πάμε στο χωριό που διακρίνεται στον ορίζοντα. Δεν είναι μακριά και θα μπορέσουμε εκεί να ξεκουραστούμε σε κάποιο πανδοχείο, απάντησε ο Άλισταιρ.
-Τι έγινε μάγε, άρχισες να φοβάσαι την εξοχή; ειρωνεύτηκε ο νεαρός νάνος.
-Όχι ατρόμητε φίλε μου, δεν φοβάμαι την εξοχή και αν εννοείς τα ορκ, δεν νομίζω να ξαναδούμε σύντομα. Το σκοπό τους τον πέτυχαν. Ήθελαν τη μαγική πέτρα και την πήραν. Τον ενδιαφέρον τους για το ταξίδι μας σταμάτησε στο δάσος...
-Προαισθάνεσαι κάτι κακό Άλισταιρ και θέλεις να πάμε στο χωριό; ρώτησε ο Μάρτιν.
-Όχι Μάρτιν, δεν χρειάζεται ν' ανησυχείς. Απλώς τα γέρικα μου κόκαλα διαμαρτύρονται για τη πολύ υγρασία και το σώμα μου προτιμάει ένα μαλακό στρώμα από το κρύο χώμα της Ρίγκεν.
-Δεν είναι κακή ιδέα τελικά, είπε τότε ο Ντίνανεκ.
-Ας πάμε λοιπόν να βρούμε κανένα πανδοχείο για απόψε, απάντησε αδιάφορα ο Μάρτιν και συνέχισαν με ταχύ βήμα για το επόμενο χωριό.

Δεν πέρασε πολύ ώρα και τα πρώτα φτωχικά αγροτόσπιτα πήραν τη θέση τους στο τοπίο της διαδρομής των τριών επισκεπτών. Οι τελευταίες ακτίνες τους απογευματινού ήλιου ξεψυχούσαν στον σκοτεινό πια ουρανό όταν έφτασαν στο κέντρο του χωριού, όπου υπήρχε μια μεγάλη πλατεία και περιμετρικά αυτής διάφορα μαγαζιά. Προφανώς το μέρος αποτελούσε την αγορά της περιοχής.

-Χμ, περίεργο... ξεφύσησε ο Μάγος.
-Τι είναι περίεργο; Ένα συνηθισμένο χωριό φαίνεται να είναι Άλισταιρ, είπε ο Μάρτιν.
-Άλλο όμως τι φαίνεται κι άλλο τι είναι. Μου κάνει εντύπωση που διασχίσαμε όλο το χωριό, αυτό το υπέροχο απόγευμα και δεν συναντήσαμε κανέναν στο δρόμο. Μόνο σφραγισμένα παράθυρα, κλειδωμένες πόρτες και χαμηλά φώτα παρατήρησα. Θα έλεγε κανείς ότι φοβούνται κάτι ή ότι δεν τους περισσεύουν τα κεριά και οι λάμπες... Α, να όμως, εκείνο το διώροφο παλιό κτίριο πρέπει να είναι το πανδοχείο. Ας πάμε να ρωτήσουμε αν μπορούν να μας φιλοξενήσουν για το βράδυ.

Η παλιά ξύλινη πόρτα άνοιξε τρίζοντας. Στο ισόγειο βρισκόταν ο βαριεστημένος ιδιοκτήτης του πανδοχείου, πίσω από ένα σκονισμένο πάγκο κι ένας γέρος άνθρωπος, σκυμμένος σε ένα τραπέζι στο βάθος της αίθουσας.

-Θα θέλαμε τρία δωμάτια για απόψε, είπε απότομα ο Μάρτιν απευθυνόμενος στον άνθρωπο πίσω από τον πάγκο.
-Να σου δώσω όσα δωμάτια θέλεις απάντησε, ξαφνιασμένος, ο πανδοχέας. Έσκυψε κι έβγαλε ένα σκονισμένο κουτί. Το άνοιξε, έβγαλε από μέσα τρία χοντροκομμένα σιδερένια κλειδιά και τα άφησε πάνω στον πάγκο.
-Πολύ ησυχία σήμερα, σκέφτηκε φωναχτά ο Μάγος.
-Και σήμερα και χθες και την προηγούμενη μέρα και πάντα είχαμε ...ησυχία. Μου φαίνεται δεν είστε από εδώ φίλοι μου.
- Όχι, δεν είμαστε. Ερχόμαστε από κάπου που είναι λίγο μακριά από εδώ. Πες μου όμως γιατί επικρατεί αυτή η ερημιά;
-Πρώτα όμως θα φέρεις 3 μπύρες, διέκοψε ο Ντίνανεκ. Ο λαιμός μου έχει ξεραθεί με όλο αυτό το περπάτημα.

Ο ταβερνιάρης ετοίμασε τα ποτά και πήρε μια βαθιά ανάσα για να αρχίσει την ιστορία του. Οι τρεις σύντροφοι είχαν κάτσει μπροστά από τον πάγκο και τον παρακολουθούσαν με έντονο ενδιαφέρον.

-Μου φαίνεται σαν να είναι χθες που το χωρίο έσφυζε από ζωή, μα πρέπει να έχουν περάσει πάνω από πέντε χρόνια από τότε που ξεκίνησαν όλα αυτά. Ήταν ένα κρύο φθινοπωρινό πρωινό όταν ένας βοσκός ανακάλυψε πως όλο το κοπάδι του είχε κατακρεουργηθεί. Όλοι πίστεψαν πως κάποια αγέλη λύκων είχε φτάσει στο χωριό αναζητώντας τροφή. Και δεν είχαν άδικο. Ήταν πράγματι λύκοι η υπαίτιοι αυτή της καταστροφής. Δεν ήταν όμως συνηθισμένοι λύκοι.

-Τι εννοείς; ρώτησε τότε η Ντίνανεκ, κρατώντας το μεγάλο ποτήρι της μπύρας στο χέρι του.

-Ετοιμάσαμε ομάδες για να τους κυνηγήσουμε. Μετά από μερικές μέρες και νύχτες αναζήτησης καταφέραμε να βρούμε τα ίχνη τους και οδηγηθήκαμε σε ένα βραχώδες ξέφωτο βαθιά στο δάσος. Τους βρήκαμε να ξεκουράζονται ανάμεσα και πάνω στα βράχια. Ήταν γύρω στους 15 αν και κανείς δεν ξέρει σίγουρα γιατί όλοι πάγωσαν μόλις είδαν μια σκοτεινή φιγούρα να ξεπροβάλει μέσα από τα βράχια. Είχαν απομείνει όλοι ακίνητοι με τα όπλα στα χέρια όταν μια ήρεμη βραχνή επιβλητική φωνή ακούστηκε σαν ψίθυρος μέσα στα κεφάλια τους. "Αν θέλετε να ζήσετε, φύγετε τώρα." Η φωνή ήταν της μεγάλη σκιάς που είχε κάνει της παρουσία της ανάμεσα στα βράχια. Και όταν η μορφή βγήκε στο φεγγαρόφωτο όλοι αντίκρισαν ένα φοβερό αλλά και ταυτόχρονα όμορφο θέαμα. Ήταν ένας τεράστιος λύκος με πλούσιο ασημένιο τρίχωμα, δύο πράσινα μάτια που μέσα τους μπορούσες να δεις το βυθό των θαλασσών των νοτίων νησιών, ακονισμένα λευκά δόντια που μπροστά τους τα μαργαριτάρια των πειρατών θα φαίνονταν σαν κοινές πέτρες και ένα μυώδες σώμα που αν στεκόταν όρθιο θα πλησίαζε τα δύο μέτρα. Αυτοί που τον έβλεπαν δεν ήξεραν αν έπρεπε να τρομοκρατηθούν και να το βάλουν στα πόδια ή να κάτσουν να απολαύσουν την ομορφιά του.

Δύο από τους συγχωριανούς μου τελικά βρήκαν το θάρρος να του πετάξουν δύο ακόντια. Αυτά χτύπησαν τον μεγάλο λύκο και απλώς έπεσαν κάτω. Αμέσως ακούστηκε ένα απόκοσμο ουρλιαχτό και το μόνο που κατάφεραν να δουν ήταν τον λύκο να στέκεται πάνω από τα ματωμένα πτώματα των δύο άτυχων ανθρώπων. "Φύγετε τώρα και να μην σας ξαναδώ" ήταν ο επόμενος ψίθυρος που ταξίδευσε στον παγωμένο αέρα. Φυσικά όλοι το έβαλαν στα πόδια χωρίς να κοιτάξουν πίσω τους, φοβούμενοι κάποια τρομερή τιμωρία από το κτήνος. Από τότε κανείς δεν τόλμησε να μπει βαθιά στο βόρειο δάσος. Κατά καιρούς βρίσκουμε θύματα, θλιβερές υπενθυμίσεις, της προσταγής του Τρομερού Γκρίζου. Έτσι από τότε ζούμε μέσα στο φόβο και προσέχουμε τη παραμικρή μας κίνηση.

-Ωραίο παραμύθι, είπε ο Μάρτιν, χαμογελώντας.
Ο ταβερνιάρης πήγε να τον επιπλήξει αλλά τον πρόλαβε ο Αλισταίρ.
-Δεν είναι παραμύθι Μάρτιν. Ο Τρομερός Γκρίζος -όπως τον αποκαλεί ο φίλος μας- είναι ο Γουλφροκ. Είναι ένα από τα ανώτερα πνεύματα του φωτός που όμως εξορίστηκε από το βασίλειο των θεών και από τότε περιφέρεται στους κόσμους των θνητών.
-Γιατί εξορίστηκε; ρώτησε ο Ντίνανεκ.
-Κανείς δεν ξέρει. Μόνο εικασίες μπορούμε να κάνουμε. Μερικοί λένε πως αυτοεξορίστηκε μη αντέχοντας άλλο τις δολοπλοκίες και τα παιχνίδια των θεών του Φωτός και του Σκότους. Άλλοι πάλι λένε ότι προκάλεσε τους Θεούς ζητώντας να είναι κάτι παραπάνω από ένα πιόνι στις αλλόκοτες παρτίδες τους.
-Καλά θα κάνετε να μη περιφέρεστε στο δάσος αλλά και γενικά στα χωριό, είπε ο ιδιοκτήτης του πανδοχείου. Εκτός και αν θέλετε να γίνετε τροφή του θηρίου.
-Μην ανησυχείς για μας. Να ανησυχείς μόνο για το αν θα είναι καθαρά και ζεστά τα δωμάτια μας, του απάντησε ο Μάρτιν.

Οι ταξιδιώτες αφού ήπιαν τις μπύρες τους και έφαγαν κάτι πρόχειρο, που τους ετοίμασε ο οικοδεσπότης τους, ανέβηκαν στα δωμάτια τους και πέφτοντας στα κρεβάτια τους αποκοιμήθηκαν αμέσως. Εκτός από τον μάγο που, σκεπτικός, κοιτούσε το φεγγάρι μέσα από τον βρώμικο φεγγίτη.

1 σχόλιο:

Μαργαρίτα είπε...

Συμπαθής ο νέος σου ήρωας..
ρίχνει λίγο ακόμη φως
στην υπόθεση!

Ομολογώ πως τέτοιου είδους
ιστορία.. πρώτη φορά διαβάζω..
δεν έχω ασχοληθεί με λογοτεχνία
τέτοιου είδους!
Βλέπεις οι μάχες είναι κάτι που
δεν με εκφράζει ιδιαίτερα!

(Γι αυτό και είπα πως δεν μπορώ
να βοηθήσω)

Πάντως τα πάτε αρκετά καλά!!
Καλή συνέχεια :)