1/6/08

Παράγραφος 2: Ο νάνος που κοιτούσε τ' αστέρια

Ο νεαρός νάνος περπατούσε αμέριμνος στους διαδρόμους του ορυχείου. Η μέρα είχε φτάσει στο τέλος της κάτι που σήμαινε κι αλλαγή της βάρδιας στο σημείο που δούλευε, στις κάτω στοές. Ο αντικαταστάτης του ήρθε στην ώρα του, όπως κάθε φορά, κι ετοιμαζόταν να πιάσει δουλειά. Αν ήταν κάτι για το οποίο θαύμαζαν τους νάνους -εκτός φυσικά από τα περίτεχνα τεχνουργήματα τους- ήταν η άψογη οργάνωση τη ζωής τους, της δουλειάς τους, του υπόγειου λαβύρινθου που ονόμαζαν σπίτι.

Ο Ντίνανεκ όμως, αντί τη συνηθισμένη διαδρομή για το θάλαμο του, άρχισε να παρεκκλίνει, προσέχοντας παράλληλα να μην γίνει αντιληπτός από κάποιο γνωστό του. Στρίβοντας απότομα άλλοτε δεξιά κι άλλοτε αριστερά και περνώντας από στενά τούνελ πλησίαζε στο προορισμό του. Είχε καταλάβει ότι πλησίαζε, ο αέρας ήταν φρέσκος. Σκαρφάλωσε στη μικρή οπή που μετά βίας χωρούσε και βγήκε έξω. Ήταν η ξεχασμένη έξοδος του καπνού από ένα παλιό καζάνι που δεν χρησιμοποιούνταν πια, το σημείο που αποτέλεσε την πύλη του για την επιφάνεια.

Ο ήλιος είχε αποχαιρετήσει τη γη και συνέχισε για το αιώνιο ταξίδι του. Ο ουρανός ήταν καθαρός και μικρά στολίδια στο στερέωμα του λαμπύριζαν χαρούμενα καλωσορίζοντας τη σκοτεινή μητέρα τους. Η νύχτα έφτασε. Του άρεσε πολύ να παρατηρεί το χορό των αστεριών. Του υπενθύμιζαν πως υπήρχε και κάτι άλλο πέρα από το στενό ορυχείο της πατρίδας του. Στη σκέψη αυτή, χαμογέλασε. Στενό ορυχείο το αρχαίο βασίλειο του Μάρκοραντ... Η υπόγεια πολιτεία, που το μεγαλείο της έκανε τους λγοστούς επισκέπτες να χάνουν τα λόγια τους. Ακόμη και οι άπληστοι βασιλείς των ανθρώπων που ζούσαν μέσα στην υπερβολή κι ερχόταν εδώ μόνο για κλείσουν συμφωνίες για την αγορά των φημισμένων όπλων του Μάρκοραντ, έμεναν έκθαμβοι από το μέγεθος τη λιτή αρμονία και την τελειότητα των στοών, των διαδρόμων, των αιθουσών.

Αυτός όμως ήθελε κάτι παραπάνω. Σαν μια εσωτερική δύναμη να τον έσπρωχνε έξω από όλα αυτά. Αγαπούσε τη δουλειά του. Λαχταρούσε όμως να δει τι κρύβεται πίσω από τους όμορφους πέτρινους τοίχους της χώρας του. Πράγμα ασυνήθιστο για τους νάνους αυτής της περιοχής που με δυσκολία αποχωρίζονταν τη θαλπωρή των ορυχείων. Ο Ντίνανεκ όμως δεν ήταν σαν αυτούς. Μάλιστα δεν είχε γεννηθεί εδώ. Ο ίδιος ο βασιλιάς Μαλάουντ τον είχε βρει μωρό να κλαίει δίπλα στα νεκρά σώματα των γονιών του. Από τότε το μόνο που του είχε απομείνει ήταν ένα παράξενο μενταγιόν που κουβαλούσε πάντα στο λαιμό του. Ήταν ένας ασημένιος δίσκος που στο κέντρο του ήταν στερεωμένη μια μικρή γαλάζια πέτρα. Γύρω της υπήρχαν σκαλισμένα κάποια ρουνικά σύμβολα και ένα σώμα ερπετούπου έκλεινε τη περίμετρο του κύκλου. Κανείς δεν ήξερε στο υπόγειο βασίλειο ποιος μπορεί να το κατασκεύασε και πια ήταν η χρησιμότητα του. Οι νάνοι ήταν πρακτικά όντα. Μπορεί η κατασκευές τους να ήταν περίτεχνες, όμορφες και μοναδικές αλλά πάντα θα χρησίμευαν σε κάτι. Με άλλα λόγια η τέχνη τους είχε αφετηρία και τερματισμό σε τσεκούρια πανοπλίες, ασπίδες, κύπελλα και γενικά αντικείμενα καθημερινής χρήσης καθώς και εργαλεία.

Απορροφημένος όπως ήταν ο νεαρός νάνος στις σκέψεις του, δεν πρόσεξε τη σκοτεινή φιγούρα που τον πλησίασε αθόρυβα.
"Χμ, ένας νάνος που ονειροπολεί κοιτώντας τ' αστέρια. Μα τα χίλια ξόρκια, νομίζω πως τώρα τα έχω δει όλα!"
Ο Ντίνανεκ πετάχτηκε όρθιος και χωρίς να το σκεφτεί πήρε θέση επίθεσης. Δεν είχε πάρει μαζί του όπλα αλλά πίστευε ότι η φυσική του δύναμη θα τον βοηθούσε. Αμέσως όμως χαλάρωσε τη στάση του. Ο κουρασμένος γέρος με τη γκρίζα γενειάδα και τον φθαρμένο μανδύα δεν αποτελούσε απειλή.
"Ποιος είσαι; Τι θέλεις;"
"Μην εκνευρίζεσαι νεαρέ μου. Ένας ταξιδιώτης είμαι που ψάχνει ένα μέρος για να ξεκουραστεί. Αλήθεια, πες μου σε παρακαλώ, είναι συνήθεια των νάνων εδώ να μελετούν τα αστέρια;"
"Οι συνήθειες της φυλής μου δεν σε αφορούν!"
"Καλά, καλά ηρέμησε. Ξέρεις μήπως που θα βρω το δρόμο για..." προσπάθησε να ρωτήσει.
"Δεν ξέρω τίποτα." Αποκρίθηκε απότομα ο νάνος κι έσκυψε να μαζέψει τον μανδύα του, ππου τον είχε απλώσει στο χορτάρι. Με αυτή τη κίνηση του όμως βγήκε μέσα από το πουκάμισο του και αιωρήθηκε στην ασημένια αλυσίδα του το μενταγιόν που φορούσε. Ο Ντινανεκ το έπιασε και το έβαλε αμέσως πάλι μέσα. Ο νυχτερινός επισκέπτης όμως είχε προλάβει αν το δει όπως πρόδιδε η λάμψη στα μάτια του.

"Οι εκπλήξεις δεν σταματούν με εσένα, παράξενε φίλε μου" είπε τότε στον Ντίνανεκ. "Είμαι περίεργος να μάθω που βρήκες το Νισαράντιν που φοράς."
"Τι μου λες; Δεν καταλαβαίνω" απάντησε ο νεαρός νάνος και πράγματι δεν καταλάβαινε.
"Μιλώ για το μενταγιόν που φοράς..."
"Γνωρίζεις για αυτό, γέρο; πες μου τι ξέρεις;" τον έκοψε πάλι ο Ντίνανεκ.
"Α... είναι μεγάλη η ιστορία των Νισαράντιν και χάνεται μέσα στο πέρασμα του χρόνου."
"Μαγικών...;"
"Μάλιστα, μαγικών! Εσύ όμως που το βρήκες;"
"Είναι το μόνο πράγμα που έχω από τους γονείς μου, οι οποίοι και πέθαναν πριν τους γνωρίσω." απάντησε μελαγχολικά ο νάνος.
"Τότε ίσως θα ήταν καλό για σένα να έρθεις μαζί μου. Κι εγώ ένα Νισαράντιν ψάχνω. Το μεγαλύτερο, το πιο δυνατό αλλά και το πιο επικίνδυνο από όλα όσα υπήρξαν και υπάρχουν ακόμη. Έλα, ίσως βρεις τις απαντήσεις που ψάχνεις."

Ο Ντίνανεκ χωρίς δεύτερη σκέψη και παρόλο που ήταν άγνωστος αυτός που τον παρότρυνε, έγνεψε καταφατικά το κεφάλι του. "Θα έρθω, γέρο, και το καλό που σου θέλω να μην με κοροϊδεύεις γιατί όλη η οργή του Μάρκοραντ θα ξεσπάσει πάνω σου. Περίμενε μόνο να πάρω τα όπλα μου." είπε κι έφυγε τρέχοντας. Η φωτιά, που πάντα έκαιγε μέσα του και του έλεγε να ταξιδέψει, είχε τώρα εξαπλωθεί σε όλο το σώμα του.
"Όπως επιθυμείτε νεαρέ μου κύριε" απάντησε ο ηλικιωμένος ταξιδιώτης και κάθισε να ξεκουραστεί σε ένα μικρό βράχο.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και ο Ντίνανεκ βγήκε αρματωμένος από τη μικρή οπή στο έδαφος.
"Δεν μου είπες, όμως, το όνομα σου" ρώτησε ο νάνος, "εμένα με λένε Ντίνανεκ".
"Έχεις δίκιο, δεν σου το είπα. Τι αγένεια εκ μέρους μου! Χαίρω πολύ, Ντίνανεκ. Ονομάζομαι Άλισταιρ".

2 σχόλια:

Μαργαρίτα είπε...

Καλημέρα!!

Υπέροχη εναλλαγή...!!
Άλλαξες σκηνικό με επιδέξιο τρόπο
και μας μετέφερες τόσο ζωντανά
τον ψυχισμό του νάνου!!

Μπράβο.. καλή συνέχεια!! :))

DRN 06 είπε...

Ευχαριστώ Μαργαρίτα!

Όπως μάλλον έχεις καταλάβει μου αρέσει πολύ να διεισδύω στον ψυχισμό του κάθε ήρωα.