28/6/08

Παράγραφος 4: Μοχθηρές λάμψεις στο σκοτάδι

"Ακόμη μου κρατάς κακία επειδή σε... έσωσα Μάρτιν;"

"Μου φαίνεται πως γέρασες μάγε και δεν θυμάσαι καλά" ακούστηκε μια φωνή μέσα από το σπίτι. "Δεν μ' έσωσες! Πες μου όμως, γιατί την εγκατέλειψες μόνη της, στην κρύα αγκαλιά του θανάτου;"

"Δεν μπορούσα να την σώσω, δεν ήταν στο χέρι μου η ζωή της" φώναξε ο μάγος. "Μακάρι να μπορούσα" είπε στη συνέχεια σχεδόν ψιθυριστά. "Δεν ξέρεις ποσό οικτίρω τον εαυτό μου που δεν κατόρθωσα να το αποτρέψω. Όμως, Μάρτιν, σου έσωσα τη ζωή όταν δεν σε άφησα να περάσεις κι εσύ τη Πύλη. Μόνο ο θάνατος σε περίμενε από την άλλη πλευρά...".

Αυτά είπε ο Άλισταιρ και αποφάσισε να περιμένει τον συνομιλητή του να εμφανιστεί. Νεκρική σιγή επικράτησε. Μέχρι και οι ήχοι του δάσους, είχε την εντύπωση ο Μάγος, πως σώπασαν. Τέτοια ήταν η ανυπομονησία του.

Ο ολόλαμπρος δίσκος στον ουρανό άρχισε να βάφεται κόκκινος προειδοποιώντας όλα τα πλάσματα πως η μέρα φτάνει στο τέλος της. Καμία κίνηση από το σπίτι. Ο Άλισταιρ, απογοητευμένος, αποφάσισε να φύγει. Στο δρόμο σκεπτόταν τις επιλογές που είχε. Ο επιδέξιος τοξότης θα ήταν ένας πολύτιμος σύντροφος. Έφτασε, μουρμουρίζοντας, στο μέρος που είχαν κατασκηνώσει. Ο Ντίνανεκ ετοίμαζε το βραδινό. Οι δύο ταξιδιώτες έφαγαν αμίλητοι και ξάπλωσαν για να ξεκουραστούν. Μακρύ ταξίδι τους περίμενε αύριο.

Η γκρίζα λάμψη του ολόγιομου φεγγαριού χρωμάτιζε τα δέντρα κι έμοιαζαν να ήταν σκαλισμένα από ασήμι. Είχαν από ώρα κοιμηθεί. Ο Αλισταίρ άνοιξε ξαφνικά τα μάτια του. Κάτι περίεργο συνέβαινε. Οι αισθητήρες του, ακονισμένοι στο αμόνι του χρόνου, λάμβαναν αλλόκοτες αναταραχές στην ατμόσφαιρα. Πριν προλάβει να σηκωθεί όρθιος, αντιλήφθηκε -καθαρά πια- πως μοχθηρά κόκκινα μάτια τον παρατηρούσαν μέσα από το σκοτάδι των δέντρων. Αμέσως χρησιμοποίησε ένα ξόρκι φωτός κι είδε πολλά όρκ να τους κυκλώνουν, προσπαθώντας παράλληλα να μην γίνουν αντιληπτά.

"Ντίνανεκ! Ξύπνα! Ντίνανεκ! Καταραμένα ορκ!" φώναξε. Ο νάνος ξύπνησε κι αφού αντιλήφθηκε τον κίνδυνο, άρπαξε το τσεκούρι του. Το μαγικό φως που είχε δημιουργήσει ο μάγος άρχισε να σβήνει. Τα ορκ όμως -λόγω της λάμψης της σελήνης- μπορούσαν να τα δουν οι δύο σύντροφοι. Όρμησαν πρώτα στον νάνο πιστεύοντας πως θα τον καταβάλουν εύκολα. Ο Ντίνανεκ με δύο αστραπιαίες κινήσεις έμπηξε το τσεκούρι του βαθιά στη σάρκα ενός και στη συνέχεια σε ενός άλλου ορκ τα οποία έπεσαν νεκρά. Ο Άλισταιρ εξαπέλυσε δύο κεραυνούς από τη ξύλινη ράβδο του που ως τότε χρησιμοποιούσε ως μπαστούνι και άλλα δύο ορκ συνάντησαν τον θάνατο. Οι κεραυνοί όμως ήταν δύσκολη γητειά και θα τον εξουθένωναν αν συνέχιζε. Έβγαλε το μικρό σπαθί που είχε κρεμασμένο στη ζώνη του και κρατώντας στα χέρια του και το ραβδί του, επιτέθηκε στα ορκ ελπίζοντας να τα αιφνιδιάσει επειδή ήταν ακόμη ζαλισμένα από του κεραυνούς. Κατάφερε να πληγώσει θανάσιμα ακόμη έναν εχθρό. Αυτά τα ορκ όμως δεν ήταν άπειρα στη μάχη. Μια λαίλαπα από σπαθιά, ρόπαλα και γροθιές, βρέθηκε στο δρόμο του μάγου. Με την εμπειρία του από του πολέμους και τη βοήθεια μαγικών ασπίδων (που πρόλαβε να δημιουργήσει) κατάφερε, προσωρινά, να αποκρούσει τη σφοδρή επίθεση.

Ο Ντίνανεκ δεν βρισκόταν σε καλύτερη θέση. Τρία ορκ του επιτέθηκαν ταυτόχρονα. Ο νεαρός νάνος, όμως, ήταν καλά εκπαιδευμένος. Εκμεταλλευόμενος το μικρό του ύψος απέφυγε εύκολα την επίθεση και πέφτοντας και γυρίζοντας επιδέξια στο έδαφος βρέθηκε πίσω από ένα από τα ορκ. Το πιστό του τσεκούρι δεν έχασε στιγμή και γεύτηκε το αίμα του αντιπάλου και με αξιοπρόσεχτη για χέρι νάνου ταχύτητα χτύπησε θανάσιμα και τα άλλα δύο. Αμέσως του επιτέθηκε ακόμη ένα που βρισκόταν δίπλα στα νεκρά πια ορκ. Απέκρουσε τη φαρδιά του λεπίδα με το τσεκούρι. Το χέρι του μούδιασε από τη σύγκρουση. Αυτός ο εχθρός ήταν πολύ δυνατός. Άπλωσε με δύναμη το τσεκούρι του το οποίο όμως εύκολα αποκρούστηκε. Η δεξιά του πλευρά ήταν τώρα εκτεθειμένη και το ορκ το κατάλαβε κι έκανε αμέσως κίνηση για να καρφώσει το σπαθί του στον νάνο. Πριν προλάβει να ολοκληρώσει τη προσπάθεια του, όμως, πάγωσε ακίνητο. Μόλις ο νάνος είδε τη σιδερένια μύτη ενός βέλους να εξέχει από το στήθος του ορκ κατάφερε να συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει.

Άλλα τρία απαλά σφυρίγματα από βέλη ακούστηκαν στο αέρα και άλλα τρία ορκ έπεσαν στο σκοτάδι της αβύσσου. Το ένα μάλιστα έπεσε πάνω στον Ντίνανεκ σωριάζοντας τον κάτω. Αμέσως ένα ορκ που είχε σκύψει για να αποφύγει τον θάνατο επιτέθηκε με γυμνά χέρια, αρπάζοντας από τον λαιμό τον νάνο για να τον πνίξει. Η αντίσταση που αντιμετώπισε όμως το έκανε να το βάλει γρήγορα στα πόδια.

Ακόμη δύο βέλη εκτινάχθηκαν περνώντας αριστερά και δεξιά από το κεφάλι του Άλισταιρ και καρφώθηκαν στο λαιμό των δύο κακόβουλων πλασμάτων που ετοιμάζονταν να σκοτώσουν τον μάγο. Μαζεύοντας όλη τη δύναμη του, ο Άλισταιρ, εξαπέλυσε ένα κεραυνό, σκοτώνοντας ακόμη ένα αντίπαλο αλλά και τρέποντας τους υπόλοιπους σε άτακτη φυγή.

"Ευχαριστώ τους Θεούς, Μάρτιν, που σ' έκαναν να αλλάξεις γνώμη" φώναξε ο μάγος προς το μέρος μιας σκιάς που βρισκόταν καλυμμένη στα χονδρά κλαδιά μιας υπεραιωνόβιας βελανιδιάς. "Χωρίς τη βοήθεια σου θα ήμασταν χαμένοι."

"Ποιος σου είπε ότι άλλαξα γνώμη μάγε;" ακούστηκε η φωνή του τοξοβόλου από το βάθος. "Άσε εμένα όμως τώρα και βοήθησε τον μικρό σου φίλο γιατί βλέπω πως η μάχη τον επηρέασε...".

Ο Άλισταιρ γύρισε αμέσως το βλέμμα του προς τον Ντίνανεκ. Στεκόταν όρθιος, ακίνητος και χλωμός...

"Το φυλαχτό μου! Το Νισαράντιν. Χάθηκε!" κατάφερε να πει ξέπνοα ο νεαρό νάνος.

5/6/08

παράγραφος 3: Κατα μήκος του Νορίβιελ.

Ήταν η τρίτη μέρα που ο Άλισταιρ και ο Ντίνανεκ βρίσκονταν στον δρόμο. Σιγά σιγά το σκηνικό είχε αρχίσει να αλλάζει και το αυστηρό τοπίο των ορυχείων της Μάρκοραντ, σπαρμένο με πέτρες και ελάχιστα σκληροτράχηλα φυτά που μπορούσαν να επιζήσουν σ τις αντίξοες συνθήκες των βουνών, διαδεχόταν το μαλακό χώμα και η ποώδης βλάστηση της κοιλάδας Ίβιελ. Δύο χείμαρροι που ξεκινούσαν από ψηλά στο βουνό συναντιόνταν σε αυτή την κοιλάδα και σχημάτιζαν ένα ποτάμι που με το ορμητικό του νερό έκοβε την κοιλάδα στην μέση, Αν το έβλεπε κανείς από ψηλά έδινε την εντύπωση πως κάποιος ξυλοκόπος είχε κάνει την τομή, έτσι ονομάστηκε Νορίβιελ, «ο ξυλοκόπος της Ίβιελ». Το ποτάμι στο ταξίδι του προς την θάλασσα διέσχιζε πολλές περιοχές, μια εκ των οποίων ήταν και τα δάση του Φέλμπορν, ο επόμενος προορισμός του μάγου.

«Είμαστε τρεις μέρες στον δρόμο, και δεν μου έχεις πει τίποτα. Ούτε για το που πάμε, ούτε για το πετράδι, Νισαράντιν πως το πες. Ίσως το να σε πιστέψω δεν ήταν και τόσο καλή ιδέα, μάγε».

«Τρείς μέρες πέρασαν και σου ‘λειψε κιόλας το σπίτι σου; Μικρέ μου φίλε θα χρειαστεί να κοιμηθείς κάτω από τα’ αστέρια πολλές νύχτες, τόσες που δεν θα σε νοιάζει πια, πρωτού λήξει η αναζήτησή μας.»

«Ποιος σου πε μάγε ότι πεθύμησα τα ορυχεία. Δεν με ξέρεις ακόμα καλά. Μπορεί να είμαι νέος αλλά δεν είμαι και αδαής. Εμείς οι νάνοι περισσότερο από όλες τις φυλές γνωρίζουμε ότι για να είναι το έργο σου άψογο θέλει επιμονή. Δεν θα γυρίσω στα ορυχεία πριν μάθω τα πάντα για την καταγωγή μου, ακόμα και αν αυτό σημαίνει ότι δεν θα τα ξαναδώ ποτέ. Και μην υποτιμάς ποτέ το πείσμα ενός νάνου.»

«Όχι, αυτό το λάθος δεν θα το κάνω νεαρέ Ντίνανεκ. Νομίζω λοιπόν πως αφού είσαι τόσο αποφασισμένος σου αξίζουν κάποιες εξηγήσεις. Κάθισε λοιπόν δίπλα στον ποταμό, γέμισε νερό τα παγούρια και άναψε φωτιά γιατί ο ήλιος πέφτει και είναι μεγάλη η ιστορία.»

Ο νάνος υπάκουσε και με το παραπάνω και σύντομα δίπλα στο τρεχούμενο νερό υπήρχε μια φωτιά στην οποία ψηνόταν ένας λαγός από κάποια φωλιά εκεί κοντά, δείπνο για τους ταξιδιώτες.
«Τα Νισαράντιν» ξεκίνησε ο μάγος «είναι μαγικά πετράδια, τεράστιων δυνατοτήτων αν και πολύ περίπλοκων για να τις αντιληφθεί η αξιοποιήσει κανείς στο έπακρο. Πριν όμως συνεχίσω γι αυτά είναι πολύ σημαντικό να μάθεις για το Νίσελντορ.» Ο νάνος κοίταξε προς στιγμήν με απορία το φυλακτό του αλλά δεν μίλησε και ξαναγύρισε το βλέμμα στον μάγο. «Το Νίσελντορ λοιπόν ήταν μια πολιτεία που ιδρύθηκε πριν χιλιάδες χρόνια από έναν πανίσχυρο όσο και τρελό μάγο, του οποίου το όνομα δεν έχει σημασία να το μάθεις. Αυτό όμως που πρέπει να ξέρεις είναι ότι είχε υποδουλώσει μια ολόκληρη φυλή νάνων τους οποίους ανάγκαζε να κάνουν εκσκαφές για να του παρέχουν ότι χρειαζόταν για τις μελέτες του. Μια μέρα κατά την διάρκεια μιας ανασκαφής ένας νάνος χτύπησε την αξίνα του πάνω σε ένα ψήγμα μιας πέτρας την οποία δεν είχε ξαναδεί. Το αποτέλεσμα ήταν να τιναχτεί το μισό βουνό στον αέρα. Δεν χρειάζεται να αναφέρω ότι ο νάνος είχε βρει ένα Νισαράντιν και ο μάγος ένα νέο αντικείμενο μελέτης.»

«Και ο μάγος έχτισε την Νίσελντορ σε εκείνο το σημείο σωστά;»

«Σωστά. Ο Μάγος πίστεψε ότι είχε βρει τον τρόπο να γίνει ο ισχυρότερος άνθρωπος του κόσμου. Και δεν είχε εντελώς άδικο. Έβαλε τους νάνους να χτίσουν εκεί μια γιγαντιαία πόλη-ορυχείο και να μαζεύουν Νισαράντιν, εξ ου και το όνομα Νίσελντορ.»

«Ναι αλλά πως και δεν μάθαμε ποτέ γι αυτή την πόλη. Εμείς οι νάνοι ξέρουμε κάθε ορυχείο στα βουνά μας αλλά και στην επικράτεια των νάνων. Σίγουρα θα γνωρίζαμε και για την Νίσελντορ»

«Θα το γνωρίζατε, αν ο μάγος δεν σκότωνε ότι ζωντανό πλησίαζε και δεν έκρυβε με κάθε τρόπο που ήξερε, και ήξερε πολλούς, την ύπαρξη της. Δεν ήταν βλέπεις διατεθειμένος να διαρρεύσει το μυστικό της δύναμής του. Μέχρι σήμερα δεν γνωρίζουμε την τοποθεσία αυτής της πόλης ούτε και τους λόγους που μια μέρα καταστράφηκε παίρνοντας, λένε, και τον μάγο μαζί. Ίσως κάποιο ριψοκίνδυνο πείραμα, ίσως κάτι άλλο, το μόνο που απέμεινε από την μεγαλειώδη αυτή πολιτεία ήταν πτώματα νάνων που έφεραν πάνω τους διάφορα μαγικά πετράδια αμύθητης δύναμης, σκορπισμένα στα 4 σημεία του ορίζοντα σαν να ήταν από πάντα εκεί. Από τότε κανένα Νισαράντιν δεν έχει ξαναβρεθεί ούτε έχει μάθει ποτέ κανείς τίποτα για τον μάγο.»

«Αυτό ήταν όλο μάγε; Δεν μπορεί, κάτι μου κρύβεις» μίλησε δύσπιστα ο νάνος.

«Πράγματι, νεαρέ, αλλά από νύστα μάλλον παρά από κακία. Θα συνεχίσουμε την ιστορία κάποια άλλη στιγμή. Τώρα χρειάζομαι ξεκούραση, δεν κάνει να εξαντλούμαι στην ηλικία μου». Με αυτά τα λόγια ο μάγος έγυρε στο πλάι και αποκοιμήθηκε αφήνοντας τον νάνο να απορεί για το τι άλλο μπορεί να του κρύβει ο αινιγματικός συνταξιδιώτης του. Όσο και για το που τελικά σκόπευε να καταλήξει η αναζήτησή τους.
«Είσαι αινιγματικός Άλισταιρ, αλλά αν κάποιος μπορεί να με βοηθήσει να βρω τις ρίζες μου, αυτός είσαι εσύ»


Την άλλη μέρα το πρωί ο νάνος ξύπνησε απότομα από ένα πιτσίλισμα με νερό στο πρόσωπο μόνο και μόνο για να βρει τον μάγο έτοιμο για τον δρόμο από ώρα.
«Σήκω υπναρά, έχουμε δρόμο μπροστά μας. Πρέπει να φτάσουμε στα δάση του Φέλμπορν και καλύτερα θα είναι να είμαστε εκεί το μεσσημέρι. Υπάρχει λόγος.». Ο νάνος είχε εκπαιδευτεί στον στρατό της Μάρκοραντ. Ένα πρωινό ξύπνημα δεν ήταν τίποτα γι αυτόν. Σηκώθηκε και μέσα σε 5 λεπτά ήταν εξοπλισμένος και έτοιμος για δρόμο.


O ήλιος μεσουρανούσε όταν ο μάγος και ο νάνος πέρασαν τα πρώτα δέντρα του δάσους του Φέλμπορν και η σκιά τους ήρθε ευπρόσδεκτη. Καθώς προχωρούσαν όμως η αίσθηση ότι διαρκώς τους παρακολουθούσαν έκανε τις τρίχες στο σβέρκο του νάνου να στέκονται όρθιες.
«Μάγε, μας παρακολουθούν. Το ένστικτό μου δεν με γελά».
«Εδώ και μία ώρα Ντίνανεκ. Το δάσος, τα δέντρα ξέρουν ότι είμαστε εδώ, αλλά δεν όσο δεν τα βλάπτουμε, δεν θα μας βλάψουν. Το δάσος ζει σε αρμονία εδώ και πολλά χρόνια, δεν θέλει να την διαταράξει από μόνο του. Ας ελπίσουμε ότι ένα μικροεπεισοδιο δεν θα το ενοχλήσει. Ακολούθησέ με» ένευσε ο μάγος και έστριψε απότομα προς μια κατεύθυνση.
«Τι εννοείς μικροεπεισόδιο» πήγε να ρωτήσει ο νάνος, αλλά δεν πρόφτασε μιας και ο μάγος άρχισε να χάνεται μέσα στα φυλλώματα.
«Περίμενέ με εδώ Ντίνανεκ και μην κουνηθείς. Δεν θα αργήσω, έχω να βρώ ένα παλιό γνωστό»

Αφήνοντας τον νάνο μόνο του, ο μάγος ακολούθησε ένα νοητό μονοπάτι ανάμεσα σε δέντρα και κλαδιά και τελικά έφτασε έξω από μια καλύβα, φτιαγμένη από το ίδιο το δάσος για να στεγάσει τον ιδιοκτήτη της. Μια ζεστή μυρωδιά μεσημεριανής σούπας αναδυόταν από τα παράθυρα. Με μια μεγάλη εισπνοή ο μάγος φώναξε.

«Εδώ είναι το αρχοντικό του Μάρτιν Ίσελντορ, του γρηγορότερου τοξότη κατά μήκος του Νορίβιελ και του καλύτερου μάγειρα σε όλη την επικράτεια;»

Την φωνή ακολούθησε ολιγόλεπτη σιωπή. Έπειτα τρία βέλη καρφώθηκαν ακριβώς μπροστά στα πόδια του μάγου και μια νεανική φιγούρα πρόβαλε στην πόρτα.
«Εξαφανίσου μάγε, σε είχα προειδοποιήσει ότι αν σε ξαναδώ δεν θα την βγάλεις καθαρή»

1/6/08

Παράγραφος 2: Ο νάνος που κοιτούσε τ' αστέρια

Ο νεαρός νάνος περπατούσε αμέριμνος στους διαδρόμους του ορυχείου. Η μέρα είχε φτάσει στο τέλος της κάτι που σήμαινε κι αλλαγή της βάρδιας στο σημείο που δούλευε, στις κάτω στοές. Ο αντικαταστάτης του ήρθε στην ώρα του, όπως κάθε φορά, κι ετοιμαζόταν να πιάσει δουλειά. Αν ήταν κάτι για το οποίο θαύμαζαν τους νάνους -εκτός φυσικά από τα περίτεχνα τεχνουργήματα τους- ήταν η άψογη οργάνωση τη ζωής τους, της δουλειάς τους, του υπόγειου λαβύρινθου που ονόμαζαν σπίτι.

Ο Ντίνανεκ όμως, αντί τη συνηθισμένη διαδρομή για το θάλαμο του, άρχισε να παρεκκλίνει, προσέχοντας παράλληλα να μην γίνει αντιληπτός από κάποιο γνωστό του. Στρίβοντας απότομα άλλοτε δεξιά κι άλλοτε αριστερά και περνώντας από στενά τούνελ πλησίαζε στο προορισμό του. Είχε καταλάβει ότι πλησίαζε, ο αέρας ήταν φρέσκος. Σκαρφάλωσε στη μικρή οπή που μετά βίας χωρούσε και βγήκε έξω. Ήταν η ξεχασμένη έξοδος του καπνού από ένα παλιό καζάνι που δεν χρησιμοποιούνταν πια, το σημείο που αποτέλεσε την πύλη του για την επιφάνεια.

Ο ήλιος είχε αποχαιρετήσει τη γη και συνέχισε για το αιώνιο ταξίδι του. Ο ουρανός ήταν καθαρός και μικρά στολίδια στο στερέωμα του λαμπύριζαν χαρούμενα καλωσορίζοντας τη σκοτεινή μητέρα τους. Η νύχτα έφτασε. Του άρεσε πολύ να παρατηρεί το χορό των αστεριών. Του υπενθύμιζαν πως υπήρχε και κάτι άλλο πέρα από το στενό ορυχείο της πατρίδας του. Στη σκέψη αυτή, χαμογέλασε. Στενό ορυχείο το αρχαίο βασίλειο του Μάρκοραντ... Η υπόγεια πολιτεία, που το μεγαλείο της έκανε τους λγοστούς επισκέπτες να χάνουν τα λόγια τους. Ακόμη και οι άπληστοι βασιλείς των ανθρώπων που ζούσαν μέσα στην υπερβολή κι ερχόταν εδώ μόνο για κλείσουν συμφωνίες για την αγορά των φημισμένων όπλων του Μάρκοραντ, έμεναν έκθαμβοι από το μέγεθος τη λιτή αρμονία και την τελειότητα των στοών, των διαδρόμων, των αιθουσών.

Αυτός όμως ήθελε κάτι παραπάνω. Σαν μια εσωτερική δύναμη να τον έσπρωχνε έξω από όλα αυτά. Αγαπούσε τη δουλειά του. Λαχταρούσε όμως να δει τι κρύβεται πίσω από τους όμορφους πέτρινους τοίχους της χώρας του. Πράγμα ασυνήθιστο για τους νάνους αυτής της περιοχής που με δυσκολία αποχωρίζονταν τη θαλπωρή των ορυχείων. Ο Ντίνανεκ όμως δεν ήταν σαν αυτούς. Μάλιστα δεν είχε γεννηθεί εδώ. Ο ίδιος ο βασιλιάς Μαλάουντ τον είχε βρει μωρό να κλαίει δίπλα στα νεκρά σώματα των γονιών του. Από τότε το μόνο που του είχε απομείνει ήταν ένα παράξενο μενταγιόν που κουβαλούσε πάντα στο λαιμό του. Ήταν ένας ασημένιος δίσκος που στο κέντρο του ήταν στερεωμένη μια μικρή γαλάζια πέτρα. Γύρω της υπήρχαν σκαλισμένα κάποια ρουνικά σύμβολα και ένα σώμα ερπετούπου έκλεινε τη περίμετρο του κύκλου. Κανείς δεν ήξερε στο υπόγειο βασίλειο ποιος μπορεί να το κατασκεύασε και πια ήταν η χρησιμότητα του. Οι νάνοι ήταν πρακτικά όντα. Μπορεί η κατασκευές τους να ήταν περίτεχνες, όμορφες και μοναδικές αλλά πάντα θα χρησίμευαν σε κάτι. Με άλλα λόγια η τέχνη τους είχε αφετηρία και τερματισμό σε τσεκούρια πανοπλίες, ασπίδες, κύπελλα και γενικά αντικείμενα καθημερινής χρήσης καθώς και εργαλεία.

Απορροφημένος όπως ήταν ο νεαρός νάνος στις σκέψεις του, δεν πρόσεξε τη σκοτεινή φιγούρα που τον πλησίασε αθόρυβα.
"Χμ, ένας νάνος που ονειροπολεί κοιτώντας τ' αστέρια. Μα τα χίλια ξόρκια, νομίζω πως τώρα τα έχω δει όλα!"
Ο Ντίνανεκ πετάχτηκε όρθιος και χωρίς να το σκεφτεί πήρε θέση επίθεσης. Δεν είχε πάρει μαζί του όπλα αλλά πίστευε ότι η φυσική του δύναμη θα τον βοηθούσε. Αμέσως όμως χαλάρωσε τη στάση του. Ο κουρασμένος γέρος με τη γκρίζα γενειάδα και τον φθαρμένο μανδύα δεν αποτελούσε απειλή.
"Ποιος είσαι; Τι θέλεις;"
"Μην εκνευρίζεσαι νεαρέ μου. Ένας ταξιδιώτης είμαι που ψάχνει ένα μέρος για να ξεκουραστεί. Αλήθεια, πες μου σε παρακαλώ, είναι συνήθεια των νάνων εδώ να μελετούν τα αστέρια;"
"Οι συνήθειες της φυλής μου δεν σε αφορούν!"
"Καλά, καλά ηρέμησε. Ξέρεις μήπως που θα βρω το δρόμο για..." προσπάθησε να ρωτήσει.
"Δεν ξέρω τίποτα." Αποκρίθηκε απότομα ο νάνος κι έσκυψε να μαζέψει τον μανδύα του, ππου τον είχε απλώσει στο χορτάρι. Με αυτή τη κίνηση του όμως βγήκε μέσα από το πουκάμισο του και αιωρήθηκε στην ασημένια αλυσίδα του το μενταγιόν που φορούσε. Ο Ντινανεκ το έπιασε και το έβαλε αμέσως πάλι μέσα. Ο νυχτερινός επισκέπτης όμως είχε προλάβει αν το δει όπως πρόδιδε η λάμψη στα μάτια του.

"Οι εκπλήξεις δεν σταματούν με εσένα, παράξενε φίλε μου" είπε τότε στον Ντίνανεκ. "Είμαι περίεργος να μάθω που βρήκες το Νισαράντιν που φοράς."
"Τι μου λες; Δεν καταλαβαίνω" απάντησε ο νεαρός νάνος και πράγματι δεν καταλάβαινε.
"Μιλώ για το μενταγιόν που φοράς..."
"Γνωρίζεις για αυτό, γέρο; πες μου τι ξέρεις;" τον έκοψε πάλι ο Ντίνανεκ.
"Α... είναι μεγάλη η ιστορία των Νισαράντιν και χάνεται μέσα στο πέρασμα του χρόνου."
"Μαγικών...;"
"Μάλιστα, μαγικών! Εσύ όμως που το βρήκες;"
"Είναι το μόνο πράγμα που έχω από τους γονείς μου, οι οποίοι και πέθαναν πριν τους γνωρίσω." απάντησε μελαγχολικά ο νάνος.
"Τότε ίσως θα ήταν καλό για σένα να έρθεις μαζί μου. Κι εγώ ένα Νισαράντιν ψάχνω. Το μεγαλύτερο, το πιο δυνατό αλλά και το πιο επικίνδυνο από όλα όσα υπήρξαν και υπάρχουν ακόμη. Έλα, ίσως βρεις τις απαντήσεις που ψάχνεις."

Ο Ντίνανεκ χωρίς δεύτερη σκέψη και παρόλο που ήταν άγνωστος αυτός που τον παρότρυνε, έγνεψε καταφατικά το κεφάλι του. "Θα έρθω, γέρο, και το καλό που σου θέλω να μην με κοροϊδεύεις γιατί όλη η οργή του Μάρκοραντ θα ξεσπάσει πάνω σου. Περίμενε μόνο να πάρω τα όπλα μου." είπε κι έφυγε τρέχοντας. Η φωτιά, που πάντα έκαιγε μέσα του και του έλεγε να ταξιδέψει, είχε τώρα εξαπλωθεί σε όλο το σώμα του.
"Όπως επιθυμείτε νεαρέ μου κύριε" απάντησε ο ηλικιωμένος ταξιδιώτης και κάθισε να ξεκουραστεί σε ένα μικρό βράχο.

Δεν πέρασε πολλή ώρα και ο Ντίνανεκ βγήκε αρματωμένος από τη μικρή οπή στο έδαφος.
"Δεν μου είπες, όμως, το όνομα σου" ρώτησε ο νάνος, "εμένα με λένε Ντίνανεκ".
"Έχεις δίκιο, δεν σου το είπα. Τι αγένεια εκ μέρους μου! Χαίρω πολύ, Ντίνανεκ. Ονομάζομαι Άλισταιρ".